Το όνομα της λειτουργίας DB2 CLI (API) που προκάλεσε σφάλμα προστίθεται στο μήνυμα σφάλματος που ανακτάται με την SQLGetDiagRec() ή την SQLError(). Το όνομα της λειτουργίας περικλείεται από αγκύλες { }.
Για παράδειγμα:
[IBM][CLI Driver]" CLIxxxx: < text > SQLSTATE=XXXXX {SQLGetData}"
Αυτή η λέξη-κλειδί είναι χρήσιμη μόνο για τη διαδικασία εντοπισμού και διόρθωσης σφαλμάτων (debugging).
Αυτή η επιλογή σας επιτρέπει να ενεργοποιήσετε ή να απενεργοποιήσετε τη δυνατότητα ασύγχρονης εκτέλεσης ερωτημάτων. Αυτό ωφελεί μόνο τις εφαρμογές που δημιουργήθηκαν ώστε να εκμεταλλεύονται τη δυνατότητα αυτή. Απενεργοποιήστε την μόνο σε περίπτωση που η εφαρμογή σας δεν λειτουργεί σωστά με αυτή τη λειτουργία. Βρίσκεται στην ενότητα των παραμέτρων σχετικά με την πηγή δεδομένων στο αρχείο db2cli.ini.
Σημείωση: | Το πρόγραμμα οδήγησης CLI/ODBC θα λειτουργεί όπως στις προηγούμενες εκδόσεις της DB2 που δεν υποστήριζαν ασύγχρονη λειτουργία ODBC. |
Αυτή η επιλογή σάς επιτρέπει να ορίσετε αν τα είδη δυαδικών δεδομένων ODBC (SQL_BINARY, SQL_VARBINARY, SQL_LONGVARBINARY και SQL_BLOB) θα αντιμετωπίζονται ως δυαδικά δεδομένα. Το DBMS υποστηρίζει στήλες με δυαδικά δεδομένα ορίζοντας στήλες CHAR, VARCHAR και LONG VARCHAR με το γνώρισμα FOR BIT DATA. Η DB2 Universal Database θα υποστηρίζει επίσης δυαδικά δεδομένα μέσω του είδους δεδομένων BLOB (σε αυτή την περίπτωση αντιστοιχίζεται σε ένα είδος δεδομένων CLOB).
Μπορεί να είναι απαραίτητο να ορίσετε αυτή την επιλογή αν χρησιμοποιείτε μια εφαρμογή της DB2 Έκδοση 1 που ανακτά δεδομένα (LONG) (VAR)CHAR στην ενδιάμεση μνήμη (buffer) SQL_C_CHAR. Στην DB2 Έκδοση 1, τα δεδομένα μεταφέρονται στην ενδιάμεση μνήμη SQL_C_CHAR χωρίς αλλαγές. Με αφετηρία την DB2 Έκδοση 2, τα δεδομένα μετατρέπονται στην αναπαράσταση ASCII του κάθε δεκαεξαδικού τμήματος δεδομένων.
Ορίστε BITDATA = 0 μόνο αν είστε βέβαιοι ότι όλες οι στήλες που έχουν οριστεί ως FOR BIT DATA ή BLOB περιέχουν μόνο δεδομένα χαρακτήρων και η εφαρμογή δεν έχει δυνατότητα εμφάνισης στηλών δυαδικών δεδομένων.
Αν η τιμή ΔΕΝ είναι ένας ακέραιος αριθμός μεταξύ 3 και 30, θα χρησιμοποιείται η προεπιλεγμένη τιμή χωρίς προειδοποίηση ή μήνυμα σφάλματος.
Η λέξη-κλειδί αυτή χρησιμοποιείται για την αύξηση του αριθμό τομέων για προτάσεις SQL σε εφαρμογές CLI/ODBC. Αν ορίσετε αυτή τη λέξη-κλειδί, ο διαχειριστής θα πρέπει να εκτελέσει ρητή συναρμογή (bind) των απαιτούμενων αρχείων συναρμογής CLI με την επιλογή συναρμογής CLIPKG. Επίσης, το αρχείο db2cli.ini στον εξυπηρετητή (DB2 UDB V6.1 ή μεταγενέστερη σε πλατφόρμες UNIX ή Intel) πρέπει να ενημερωθεί με την ίδια τιμή για τη λέξη-κλειδί CLIPKG.
Η ρύθμιση αυτή αφορά μόνο μεγάλα πακέτα (που αποτελούνται από 364 τομείς). Ο αριθμός μικρών πακέτων (που αποτελούνται από 64 τομείς) είναι 3 και ο αριθμός αυτός δεν μπορεί να τροποποιηθεί.
Συνιστάται να αυξήσετε τον αριθμό πακέτων τόσο όσο είναι απαραίτητο για την εκτέλεση της εφαρμογής σας, καθώς τα πακέτα καταλαμβάνουν χώρο στη βάση δεδομένων.
Ο κατάλογος περιεχομένων DB2 ODBC σχεδιάστηκε για τη βελτίωση της απόδοσης κλήσεων σχημάτων (schema calls) για λίστες πινάκων σε εφαρμογές ODBC που συνδέονται στο DBMS σε κεντρικά συστήματα (host systems) μέσω DB2 Connect.
Ο κατάλογος περιεχομένων DB2 ODBC, που δημιουργείται και διατηρείται στο DBMS του κεντρικού συστήματος, περιέχει σειρές που αντιπροσωπεύουν αντικειμένα που ορίζονται στον πραγματικό κατάλογο περιεχομένων DB2, αλλά οι σειρές αυτές περιλαμβάνουν μόνο τις στήλες που είναι απαραίτητες για την υποστήριξη λειτουργιών ODBC. Οι πίνακες στον κατάλογο περιεχομένων DB2 ODBC έχουν προ-συνενωθεί (pre-joined) και δεικτοδοτηθεί (indexed) ειδικά για την υποστήριξη ταχείας πρόσβασης στον κατάλογο περιεχομένων για εφαρμογές ODBC.
Οι διαχειριστές συστήματος μπορούν να δημιουργήσουν περισσότερες από μία προβολές καταλόγου περιεχομένων DB2 ODBC, όπου η κάθε μία περιλαμβάνει μόνο τις σειρές που χρειάζεται μια συγκεκριμένη ομάδα χρηστών. Ο κάθε τελικός χρήστες θα μπορεί τότε να επιλέξει (ορίζοντας τη λέξη-κλειδί αυτή) την προβολή καταλόγου περιεχομένων DB2 ODBC που θέλει να χρησιμοποιεί.
Η χρήση της ρύθμισης CLISCHEMA είναι πλήρως ορατή για την εφαρμογή ODBC και μπορείτε να χρησιμοποιήσετε την επιλογή αυτή για οποιαδήποτε εφαρμογή ODBC.
Παρόλο που η λέξη-κλειδί αυτή έχει παρόμοια αποτελέσματα με τη λέξη-κλειδί SYSSCHEMA, συνιστάται να χρησιμοποιήσετε τη λέξη-κλειδί CLISCHEMA (όπου είναι δυνατόν).
Η CLISCHEMA παρέχει πιο αποδοτική πρόσβαση σε δεδομένα: οι ορισμένοι από το χρήστη πίνακες που χρησιμοποιούνται με τη SYSSCHEMA είναι κατοπτρικά είδωλα των πινάκων του καταλόγου περιεχομένων DB2, ενώ το πρόγραμμα οδήγησης ODBC πρέπει να συνενώσει σειρές από περισσότερους από έναν πίνακας για να είναι σε θέση να παρέχει τις ζητούμενες πληροφορίες στο χρήστη ODBC. Επιπλέον, η χρήση της λέξης-κλειδιού CLISCHEMA οδηγεί σε λιγότερες διαμάχες στη χρήση των πινάκων του καταλόγου περιεχομένων.
Χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό του λογικού κόμβου προορισμού ενός εξυπηρετητή διαμερισμένης βάσης δεδομένων DB2 Extended Enterprise Edition στον οποίο θέλετε να συνδεθείτε. Αυτή η λέξη-κλειδί υποκαθιστά την τιμή της μεταβλητής περιβάλλοντος DB2NODE. Η τιμή της λέξης-κλειδιού μπορεί να είναι:
Αν δεν ορίσετε τιμή στη λέξη-κλειδί αυτή, χρησιμοποιείται ως προεπιλογή ο λογικός κόμβος που ορίζεται με τη θύρα 0 του υπολογιστή.
Αυτή η επιλογή σας επιτρέπει να ορίσετε το προεπιλεγμένο είδος σύνδεσης.
Αυτή η λέξη-κλειδί ορίζει τη διαδρομή που θα χρησιμοποιείται για την ανάλυση παραπομπών σε συναρτήσεις (function references) και είδη δεδομένων (data type references) σε δυναμικές προτάσεις SQL. Περιέχει μια λίστα ενός ή περισσοτέρων σχημάτων, όπου τα ονόματα σχημάτων περικλείονται σε διπλά εισαγωγικά και διαχωρίζονται με κόμματα.
Η προεπιλεγμένη τιμή είναι "SYSIBM","SYSFUN",X όπου X είναι η τιμή της ειδικής καταχώρησης USER οριοθετημένη με διπλά εισαγωγικά. Δεν χρειάζεται να οριστεί το σχήμα SYSIBM. Αν δεν συμπεριλαμβάνεται στη διαδρομή συναρτήσεων, θεωρείται ως το πρώτο σχήμα.
Αυτή η λέξη-κλειδί χρησιμοποιείται ως τμήμα της διαδικασίας ανάλυσης απροσδιόριστων παραπομπών σε συναρτήσεις (unqualified function references) που έχουν οριστεί σε ένα σχήμα διαφορετικό από το τρέχον σχήμα χρήστη. Η σειρά των ονομάτων σχημάτων καθορίζει τη σειρά με την οποία θα γίνει η ανάλυση των ονομάτων συναρτήσεων. Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την ανάλυση συναρτήσεων, ανατρέξτε στο εγχειρίδιο SQL Reference.
Με αυτή τη επιλογή ορίζεται η υποβολή της εντολής "SET CURRENT PACKAGESET schema" μετά από κάθε σύνδεση σε μια βάση δεδομένων. Η προεπιλογή είναι να μη γίνεται προσάρτηση αυτής της παραμέτρου.
Αυτή η πρόταση ορίζει το όνομα σχήματος (ταυτότητα συλλογής) που θα χρησιμοποιείται για την επιλογή του πακέτου που θα χρησιμοποιείται για την εκτέλεση των επόμενων προτάσεων SQL.
Οι εφαρμογές CLI/ODBC υποβάλλουν δυναμικές προτάσεις SQL. Με αυτή την επιλογή μπορείτε να ελέγχετε τα προνόμια που χρησιμοποιούνται για την εκτέλεση αυτών των προτάσεων:
Οι προτάσεις SQL των εφαρμογών CLI/ODBC θα εκτελούνται πλέον κάτω από το συγκεκριμένο σχήμα και θα χρησιμοποιούν τα προνόμια που ορίζονται σε αυτό.
Ανατρέξτε στο εγχειρίδιο SQL Reference για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την εντολή SET CURRENT PACKAGESET.
Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με πίνακες συγκεντρωτικών δεδομένων (summary tables) και την πρόταση SET CURRENT REFRESH AGE, ανατρέξτε στο SQL Reference.
Μπορείτε να ορίσετε μία από τις ακόλουθες τιμές για τη λέξη-κλειδί αυτή:
Όταν καθοριστεί η επιλογή αυτή, αποστέλλεται μετά από μια επιτυχή σύνδεση μια πρόταση SET CURRENT SCHEMA στο DBMS. Έτσι ο τελικός χρήστης ή η εφαρμογή μπορεί να ονομάζει αντικείμενα SQL χωρίς να είναι απαραίτητο να περιλαμβάνει το όνομα σχήματος στο όνομα του αντικειμένου.
Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την πρόταση SET CURRENT SCHEMA, ανατρέξτε στο SQL Reference.
Όταν καθοριστεί η επιλογή αυτή, αποστέλλεται μετά από μια επιτυχή σύνδεση μια πρόταση SET CURRENT SQLID στο DBMS. Έτσι ο τελικός χρήστης ή η εφαρμογή μπορεί να ονομάζει αντικείμενα SQL χωρίς να είναι απαραίτητο να περιλαμβάνει το όνομα σχήματος στο όνομα του αντικειμένου.
Αυτή η επιλογή ελέγχει την επίδραση της ολοκλήρωσης μιας συναλλαγής σε ανοιχτούς δρομείς.
Σημείωση: | Οι δρομείς καταστρέφονται πάντα όταν γίνεται αναίρεση (rollback) των συναλλαγών. |
Αυτή η επιλογή επηρεάζει το αποτέλεσμα που επιστρέφει η SQLGetInfo() όταν καλείται με την SQL_CURSOR_COMMIT_BEHAVIOR ή SQL_CURSOR_ROLLBACK_BEHAVIOR. Η τιμή της επιλογής CURSORHOLD δεν λαμβάνεται υπόψη όταν συνδέεστε στην DB2 for VSE & VM όπου δεν υποστηρίζεται η διατήρηση δρομέων.
Μπορείτε να χρησιμοποιήσετε αυτή την επιλογή για τη ρύθμιση της απόδοσης. Μπορείτε να ορίσετε την κατάργηση των ανοιχτών δρομέων (τιμή 0) αν είστε βέβαιοι ότι:
Το DBMS θα λειτουργεί πιο αποδοτικά, καθώς δεν θα απελευθερώνονται πόροι μετά το τέλος μιας συναλλαγής.
Όταν χρησιμοποιείτε ένα DSN αρχείου, πρέπει να χρησιμοποιήσετε αυτή την επιλογή για να προσδιορίσετε τη βάση δεδομένων στον εξυπηρετητή με την οποία θέλετε να συνδέεστε. Η τιμή αυτή δεν σχετίζεται με το όνομα του ψευδωνύμου βάσης δεδομένων που ορίζεται στο σύστημα πελάτη. Θα πρέπει να ορίσετε ως τιμή το όνομα της βάσης δεδομένων στον εξυπηρετητή.
Η επιλογή αυτή λαμβάνεται υπόψη μόνο εφόσον η τιμή της επιλογής PROTOCOL είναι TCPIP.
Η επιλογή αυτή χρησιμοποιείται για να δηλωθεί στο πρόγραμμα οδήγησης DB2 CLI ποια έκδοση μιας πύλης εισόδου DB2 Connect ή DB2 DDCS θα χρησιμοποιείται. Στη συνέχεια, το πρόγραμμα οδήγησης CLI θα μπορεί να χρησιμοποιήσει την πληροφορία αυτή για την όσο το δυνατό καλύτερη επικοινωνία με την πηγή δεδομένων (για παράδειγμα, υποστήριξη αποθηκευμένων διαδικασιών που επιστρέφουν περισσότερα από ένα σύνολα αποτελεσμάτων).
5 = Δηλώνει ότι χρησιμοποιείται μια πύλη εισόδου DB2 Connect Έκδοσης 5 (η προεπιλεγμένη τιμή).
2 = Δηλώνει ότι χρησιμοποιείται μια πύλη εισόδου DB2 DDCS Έκδοσης 2.
Αυτή η επιλογή ισχύει μόνο για εξυπηρετητές DB2 Έκδοσης 5 ή μεταγενέστερης έκδοσης. Αν η τιμή που ορίστηκε είναι διαφορετική από 0 (η προεπιλογή), τότε το DB2 CLI θα υποβάλει την ακόλουθη πρόταση SQL μετά από μια επιτυχή σύνδεση:
SET CURRENT DEGREE τιμή
Ορίζει το βαθμό παραλληλισμού για την εκτέλεση προτάσεων SQL. Αν επιλέξετε ANY (Αυτόματα), το DBMS θα καθορίζει το βαθμό παραλληλισμού.
Για περισσότερες πληροφορίες, εξετάστε την περιγραφή της πρότασης SET CURRENT DEGREE στο εγχειρίδιο SQL Reference.
Αυτή η επιλογή καθορίζει αν το DB2 CLI θα εμφανίζει ένα παράθυρο με εκτιμήσεις που επιστρέφονται από τη λειτουργία βελτιστοποίησης (optimizer) της DB2 μετά την ολοκλήρωση της προετοιμασίας ενός ερωτήματος SQL.
Στο παράθυρο θα εμφανιστούν οι εκτιμήσεις της λειτουργίας βελτιστοποίησης και κουμπιά εντολών που θα επιτρέψουν στο χρήστη να επιλέξει αν θέλει να συνεχίσει την εκτέλεση αυτού του ερωτήματος ή να το ακυρώσει.
Η προτεινόμενη τιμή για την DB2ESTIMATE είναι 60000.
Αυτή η επιλογή χρησιμοποιείται μόνο όταν συνδέεστε σε μια βάση δεδομένων της DB2 Έκδοσης 2 ή μεταγενέστερης έκδοσης. Προκειμένου να εμφανιστεί το παράθυρο, η εφαρμογή πρέπει να διαθέτει γραφικό περιβάλλον.
Αν χρησιμοποιείται αυτή η επιλογή, τότε η επιλογή DEFERREDPREPARE του DB2 CLI/ODBC θεωρείται απενεργοποιημένη.
Αυτή η λέξη-κλειδί προσδιορίζει αν θα δημιουργούνται πληροφορίες αποτυπωμάτων (snapshots) ή/και πινάκων ανάλυσης Explain από τον εξυπηρετητή.
Αποστέλλεται μια πρόταση 'SET CURRENT EXPLAIN SNAPSHOT=NO' και μια 'SET CURRENT EXPLAIN MODE=NO' στον εξυπηρετητή για να απενεργοποιηθούν οι λειτουργίες δημιουργίας αποτυμάτων ανάλυσης (Εxplain snapshot) και συλλογής πληροφοριών πινάκων ανάλυσης (Explain table information).
Αποστέλλεται μια πρόταση 'SET CURRENT EXPLAIN SNAPSHOT=YES' και μια 'SET CURRENT EXPLAIN MODE=NO' στον εξυπηρετητή για να ενεργοποιηθεί η δημιουργία αποτυπωμάτων ανάλυσης και να απενεργοποιηθεί η συλλογή πληροφοριών πινάκων ανάλυσης.
Αποστέλλεται μια πρόταση 'SET CURRENT EXPLAIN MODE=YES' και μια 'SET CURRENT EXPLAIN SNAPSHOT=NO' στον εξυπηρετητή για να απενεργοποιηθεί η δημιουργία αποτυπωμάτων ανάλυσης και να ενεργοποιηθεί η συλλογή πληροφοριών πινάκων ανάλυσης.
Αποστέλλεται μια πρόταση 'SET CURRENT EXPLAIN MODE=YES' και μια 'SET CURRENT EXPLAIN SNAPSHOT=YES' στον εξυπηρετητή για να ενεργοποιηθούν η δημιουργία αποτυπωμάτων ανάλυσης και η συλλογή πληροφοριών πινάκων ανάλυσης.
Οι πληροφορίες ανάλυσης παρεμβάλλονται στους πίνακες ανάλυσης, οι οποίοι πρέπει να έχουν δημιουργηθεί προτού δημιουργηθούν οι πληροφορίες ανάλυσης. Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με αυτούς τους πίνακες, ανατρέξτε στο εγχειρίδιο SQL Reference.
Η τρέχουσα ταυτότητα εξουσιοδότησης πρέπει να έχει προνόμιο INSERT επί των πινάκων ανάλυσης.
Η επιλογή 1 είναι έγκυρη μόνο όταν συνδέεστε σε μια βάση δεδομένων της DB2 Common Server έκδοσης 2.1.0 ή μεταγενέστερης. Οι επιλογές 2 και 3 είναι έγκυρες όταν συνδέεστε σε μια βάση δεδομένων της DB2 Common Server έκδοσης 2.1.1 ή μεταγενέστερης.
Αν οριστεί αυτή η επιλογή, τότε το DB2 CLI θα υποβάλλει την ακόλουθη πρόταση SQL μετά από μια επιτυχή σύνδεση:
SET CURRENT QUERY OPTIMIZATION θετικός αριθμός
Η πρόταση αυτή προσδιορίζει το βαθμό βελτιστοποίησης ερωτημάτων που θα χρησιμοποιεί η λειτουργία βελτιστοποίησης (optimizer). Ανατρέξτε στο εγχειρίδιο SQL Reference για τους επιτρεπτούς βαθμούς βελτιστοποίησης (optimization levels).
Με αυτή η λέξη-κλειδί μπορείτε να ορίσετε να επιτρέπεται η χρήση ονομάτων πηγών δεδομένων που υπερβαίνουν τους 8 χαρακτήρες μονού byte. Το όνομα πηγής δεδομένων (DSN) είναι το όνομα, σε αγκύλες, στη σχετική επικεφαλίδα ενότητας στο αρχείο db2cli.ini (σε πλατφόρμες όπου αυτό το αρχείο είναι μορφής ASCII). Συνήθως, αυτή η επικεφαλίδα ενότητας είναι το ψευδώνυμο της βάσης δεδομένων που έχει μέγιστο μήκος 8 byte. Αν ο χρήστης επιθυμεί να χρησιμοποιήσει ένα μεγαλύτερο και πιο περιεκτικό όνομα για την πηγή δεδομένων, μπορεί να τοποθετήσει το όνομα αυτό στην επικεφαλίδα της ενότητας και να ορίσει σε αυτή τη λέξη-κλειδί το ψευδώνυμο της βάσης δεδομένων που χρησιμοποιείται στην εντολή CATALOG. Ακολουθεί ένα παράδειγμα:
Το όνομα μεγαλύτερου μήκους αντιστοιχεί σε ένα ψευδώνυμο βάσης δεδομένων 8 χαρακτήρων μονού byte. [Περιεκτικό_όνομα] DBALIAS=DB2DBT10
Ο τελικός χρήστης μπορεί να ορίσει το [Περιεκτικό_όνομα] ως το όνομα της πηγής δεδομένων στη σύνδεση ενώ το πραγματικό ψευδώνυμο της βάσης δεδομένων είναι DB2DBT10.
Σε περιβάλλον 16-bit Windows ODBC θα πρέπει κάτω από την καταχώριση [ODBC DATA SOURCES] στο αρχείο ODBC.INI να ενημερωθεί επίσης η ακόλουθη γραμμή με το ψευδώνυμο μεγάλου μήκους (dbname).
< ψευδώνυμο >=IBM DB2 ODBC DRIVER
Αυτή η επιλογή χρησιμοποιείται μόνο όταν συνδέεστε στη DB2 for MVS/ESA και μόνο αν απαιτούνται από την εφαρμογή πληροφορίες καταλόγου περιεχομένων για πίνακες βάσης δεδομένων (base table catalog information). Αν υπάρχει μεγάλος αριθμός πινάκων στο υποσύστημα της DB2 for MVS/ESA, μπορεί να οριστεί ένα όνομα dbname για να περιοριστεί ο χρόνος που χρειάζεται η εφαρμογή προκειμένου να ανακτήσει πληροφορίες πινάκων καθώς και να μειωθεί ο αριθμός των πινάκων που χρησιμοποιεί η εφαρμογή.
Αν ορίσετε αυτή την επιλογή, τότε η πρόταση IN DATABASE dbname θα προσαρτάται σε διάφορες προτάσεις, όπως η CREATE TABLE.
Αυτή η τιμή αντιστοιχεί στη στήλη DBNAME στους πίνακες του καταλόγου περιεχομένων συστήματος (system catalog) της DB2 for MVS/ESA. Αν δεν οριστεί καμία τιμή ή αν ορίζονται επίσης προβολές, συνώνυμα, πίνακες συστήματος ή ψευδώνυμα μέσω της επιλογής TABLETYPE, θα περιοριστούν μόνο οι πληροφορίες πινάκων. Οι προβολές, τα ψευδώνυμα και τα συνώνυμα δεν περιορίζονται με την επιλογή DBNAME. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε συνδυασμό με τις επιλογές SCHEMALIST και TABLETYPE για περαιτέρω περιορισμό του αριθμού των πινάκων για τους οποίους θα επιστραφούν πληροφορίες.
Αυτή η επιλογή πρέπει να χρησιμοποιείται μόνο προσωρινά. Αντί για αυτήν, χρησιμοποιήστε τον πίνακα αποθηκευμένων διαδικασιών στον κατάλογο περιεχομένων (stored procedure catalog table). Ανατρέξτε στο εγχειρίδιο SQL Reference για περισσότερες πληροφορίες.
Η βιβλιοθήκη που ορίζεται με αυτή η επιλογή θα χρησιμοποιείται σε όλες τις κλήσεις αποθηκευμένων διαδικασιών που δεν ορίζουν ρητά μια βιβλιοθήκη. Επειδή ορίζετε μια θέση στον εξυπηρετητή, πρέπει να χρησιμοποιήσετε τον τρόπο γραφής της διαδρομής για το συγκεκριμένο λειτουργικό σύστημα και όχι αυτόν του συστήματος πελάτη. Για περισσότερες πληροφορίες, βλ. την πρόταση CALL στο εγχειρίδιο SQL Reference.
Για παράδειγμα, αν οι αποθηκευμένες διαδικασίες βρίσκονται στον εξυπηρετητή στο αρχείο βιβλιοθήκης d:\terry\proclib\comstor, μπορείτε να δώσετε στην παράμετρο DEFAULTPROCLIBRARY την τιμή d:\terry\proclib\comstor και μετά να καλέσετε την αποθηκευμένη διαδικασία func χωρίς να ορίσετε βιβλιοθήκη. Η πρόταση SQL που θα σταλεί είναι:
CALL d:\terry\proclib\comstor!func
Καθυστερεί την αποστολή της αίτησης PREPARE μέχρι να υποβληθεί η αντίστοιχη αίτηση εκτέλεσης. Οι δύο αιτήσεις συνδυάζονται στη συνέχεια σε μία ακολουθία εντολής/απόκρισης (αντί για δύο) προκειμένου να ελαχιστοποιηθεί η επιβάρυνση του δικτύου και να βελτιωθεί η απόδοση.
Η προκαθορισμένη συμπεριφορά έχει αλλάξει από την DB2 Έκδοση 2. Η αναβολή της προετοιμασίας είναι πλέον η προεπιλογή και πρέπει να απενεργοποιηθεί από εσάς, αν θεωρείται απαραίτητο.
Αν η βάση δεδομένων προορισμού της DB2 Common Server ή η πύλη DDCS δεν υποστηρίζει την αναβολή της προετοιμασίας, το σύστημα πελάτη απενεργοποιεί την αναβολή για αυτή τη σύνδεση.
Σημείωση: | Όταν είναι ενεργοποιημένη η αναβολή προετοιμασίας, οι εκτιμήσεις σειράς και κόστους που επιστρέφονται κανονικά στα πεδία SQLERRD(3) και SQLERRD(4) της περιοχής επικοινωνίας SQL (SQLCA) μιας πρότασης PREPARE ενδέχεται να είναι 0. Αυτό ενδιαφέρει τους χρήστες που θέλουν να χρησιμοποιήσουν αυτές τις τιμές για να αποφασίσουν αν θα συνεχίσουν την πρόταση SQL. |
Αυτή η επιλογή απενεργοποιείται αν στην παράμετρο DB2ESTIMATE του CLI/ODBC έχει δοθεί τιμή διαφορετική του μηδενός (0).
Το πρόγραμμα οδήγησης CLI/ODBC υποστηρίζει την ταυτόχρονη εκτέλεση πολλών νημάτων (threads).
Αυτή η επιλογή χρησιμοποιείται για την ενεργοποίηση ή την απενεργοποίηση της υποστήριξης πολυνηματικής επεξεργασίας (multithreading).
Αν η πολυνηματική επεξεργασία είναι απενεργοποιημένη, τότε όλες οι κλήσεις για όλα τα νήματα θα εκτελούνται σειριακά κατά την επεξεργασία. Χρησιμοποιήστε αυτή τη ρύθμιση για πολυνηματικές εφαρμογές που απαιτούν σειριακή επεξεργασία από την DB2 Έκδοση 2.
(Αυτή η επιλογή περιέχεται στην ενότητα Common του αρχείου αρχικών ρυθμίσεων (db2cli.ini) και επομένως αφορά όλες τις συνδέσεις στη DB2.)
Αυτή η επιλογή ορίζει αν θα κλείνει αυτόματα ο προσωρινός δρομέας στον εξυπηρετητή, ενώ παραμένει ανοιχτός στο σύστημα πελάτη, μετά την αποστολή της τελευταίας εγγραφής στο σύστημα πελάτη.
Έτσι εξοικονομείται μια αίτηση δικτύου στο πρόγραμμα οδήγησης CLI/ODBC, αφού δεν υποβάλλεται πρόταση για κλείσιμο του δρομέα επειδή θεωρείται δεδομένο ότι αυτός είναι ήδη κλειστός.
Η ενεργοποίηση αυτής της επιλογής επιταχύνει την εκτέλεση εφαρμογών που χρησιμοποιούν πολλά μικρά σύνολα αποτελεσμάτων.
Η λειτουργία EARLYCLOSE δεν χρησιμοποιείται αν συμβαίνει ένα από τα εξής:
Σημείωση: | Παρόλο που η επιλογή αυτή μπορεί να οριστεί οποιαδήποτε στιγμή, η τιμή που χρησιμοποιείται είναι αυτή που ισχύει κατά την εκτέλεση της πρότασης (κατά το άνοιγμα του δρομέα). |
Αυτή η επιλογή μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη μείωση του όγκου των πληροφοριών που επιστρέφονται όταν η εφαρμογή ανακτά μια λίστα προνομίων επί των πινάκων μιας βάσης δεδομένων ή επί των στηλών ενός πίνακα. Η λίστα των ταυτοτήτων εξουσιοδότησης που ορίζονται σε αυτή την επιλογή θα χρησιμοποιείται ως φίλτρο. Θα επιστρέφονται μόνο οι πίνακες ή οι στήλες για τις οποίες ισχύουν τα προνόμια που έχουν εκχωρηθεί ΣΤΙΣ συγκεκριμένες αυτές τις ταυτότητες.
Ορίστε για αυτή την επιλογή μια λίστα με μία ή περισσότερες ταυτότητες εξουσιοδότησης στις οποίες έχουν εκχωρηθεί προνόμια. Οι ταυτότητες πρέπει να περικλείονται σε μονά εισαγωγικά και να διαχωρίζονται με κόμματα. Ολόκληρη η συμβολοσειρά πρέπει να περικλείεται σε διπλά εισαγωγικά. Για παράδειγμα:
GRANTEELIST=" 'USER1', 'USER2', 'USER8' "
Στο παραπάνω παράδειγμα, αν η εφαρμογή λάβει μια λίστα προνομίων για ένα συγκεκριμένο πίνακα, θα επιστραφούν μόνο οι στήλες για τις οποίες ισχύουν προνόμια που έχουν εκχωρηθεί ΣΤΙΣ ταυτότητες USER1, USER2 ή USER8.
Αυτή η επιλογή μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη μείωση του όγκου των πληροφοριών που επιστρέφονται όταν η εφαρμογή ανακτά μια λίστα προνομίων επί των πινάκων μιας βάσης δεδομένων ή επί των στηλών ενός πίνακα. Η λίστα των ταυτοτήτων εξουσιοδότησης που ορίζονται σε αυτή την επιλογή θα χρησιμοποιείται ως φίλτρο. Θα επιστρέφονται μόνο οι πίνακες και οι στήλες για τις οποίες ισχύουν προνόμια που έχουν εκχωρηθεί ΑΠΟ αυτές τις ταυτότητες.
Ορίστε για αυτή την επιλογή μια λίστα με μία ή περισσότερες ταυτότητες εξουσιοδότησης οι οποίες έχουν εκχωρήσει προνόμια. Οι ταυτότητες πρέπει να περικλείονται σε μονά εισαγωγικά και να διαχωρίζονται με κόμματα. Ολόκληρη η συμβολοσειρά πρέπει να περικλείεται σε διπλά εισαγωγικά. Για παράδειγμα:
GRANTORLIST=" 'USER1', 'USER2', 'USER8' "
Στο παραπάνω παράδειγμα, αν η εφαρμογή λάβει μια λίστα προνομίων για ένα συγκεκριμένο πίνακα, θα επιστραφούν μόνο οι στήλες για τις οποίες ισχύουν προνόμια που έχουν εκχωρηθεί ΑΠΟ τις ταυτότητες USER1, USER2 ή USER8.
Αυτή η επιλογή ελέγχει τον τρόπο με τον οποίο επιστρέφονται από την εφαρμογή οι εξής πληροφορίες:
Η προεπιλογή είναι να μην υποστηρίζεται το είδος GRAPHIC, επειδή αρκετές εφαρμογές δεν το αναγνωρίζουν και δεν παρέχουν δυνατότητα χειρισμού τέτοιων δεδομένων.
Χρησιμοποιήστε αυτή την επιλογή σε συνδυασμό με την επιλογή SERVICENAME για να ορίσετε τα απαιτούμενα γνωρίσματα για μια σύνδεση TCP/IP από αυτό το σύστημα πελάτη σε έναν εξυπηρετητή DB2. Οι δύο αυτές τιμές λαμβάνονται υπόψη μόνο όταν η τιμή της επιλογής PROTOCOL είναι TCPIP.
Καθορίστε είτε το όνομα υπολογιστή είτε τη διεύθυνση IP του συστήματος του εξυπηρετητή.
Σε ορισμένες σπάνιες περιπτώσεις ενδέχεται μια εφαρμογή να μη χειρίζεται σωστά τα προειδοποιητικά μηνύματα που δέχεται. Μπορείτε να χρησιμοποιήσετε αυτή την επιλογή για να ορίσετε οι προειδοποιήσεις του DBMS δεν θα μεταβιβάζονται στην εφαρμογή.
Παρόλο που αυτή η επιλογή μπορεί να χρησιμοποιηθεί και μόνη της, μπορεί να συνδυαστεί με τη λέξη-κλειδί ρύθμισης του CLI/ODBC WARNINGLIST.
Υπάρχουν σπάνιες περιπτώσεις όπου μια εφαρμογή δεν χειρίζεται σωστά ορισμένα προειδοποιητικά μηνύματα, αλλά δεν θέλετε να αγνοούνται όλα τα προειδοποιητικά μηνύματα. Μπορείτε να χρησιμοποιήσετε αυτή τη λέξη-κλειδί για να ορίσετε ποιες προειδοποιήσεις δεν θα μεταβιβάζονται στην εφαρμογή. Αν θέλετε να αγνοούνται όλες οι προειδοποιήσεις του DBMS, τότε πρέπει να χρησιμοποιήσετε τη λέξη-κλειδί IGNOREWARNINGS.
Αν μια προειδοποίηση περιέχεται τόσο στη λίστα της IGNOREWARNLIST όσο και στη λίστα της WARNINGLIST, θα αγνοείται.
Οι προειδοποιήσεις sqlstate πρέπει να δηλωθούν με κεφαλαία γράμματα, οριοθετημένες με μονά εισαγωγικά και διαχωρισμένες μεταξύ τους με κόμματα. Ολόκληρη η συμβολοσειρά πρέπει να περικλείεται σε διπλά εισαγωγικά. Για παράδειγμα:
IGNOREWARNLIST="'01000', '01004','01504'"
0 = Οι συνδέσεις σε βάσεις δεδομένων δεν αποθηκεύονται στη λανθάνουσα μνήμη (προεπιλογή).
Αν δώσετε στην επιλογή αυτή τιμή μεγαλύτερη από 0, μπορεί να επιταχυνθεί η εκτέλεση εφαρμογών που συνδέονται ή αποσυνδέονται συχνά από την ίδια βάση δεδομένων χρησιμοποιώντας τις ίδιες πληροφορίες σύνδεσης.
Αντί να κλείνει η σύνδεση κάθε φορά και μετά να ανοίγει ξανά, το πρόγραμμα οδήγησης CLI/ODBC θα διατηρεί τη σύνδεση ανοιχτή και θα τοποθετεί στη λανθάνουσα μνήμη (cache) τις πληροφορίες σύνδεσης. Όταν επαναληφθεί η αίτηση σύνδεσης στην ίδια βάση δεδομένων, χρησιμοποιείται η υπάρχουσα σύνδεση. Έτσι εξοικονομείται χρόνος και πόροι του δικτύου που απαιτούνται για το κλείσιμο της πρώτης σύνδεσης και το άνοιγμα της επόμενης.
Η τιμή αυτής της επιλογής ορίζει αριθμό των συνδέσεων σε βάσεις δεδομένων που θα αποθηκεύονται στη λανθάνουσα μνήμη. Παρόλο που ο μέγιστος αριθμός συνδέσεων περιορίζεται μόνο από τους διαθέσιμους πόρους του συστήματος, συνήθως η τιμή 1 ή 2 αρκεί για τις εφαρμογές που επωφελούνται από αυτή τη δυνατότητα.
Ως προεπιλογή, αποθηκεύονται 5 ενδείκτες προτάσεων στη λανθάνουσα μνήμη. Όταν κλείσει ένας ενδείκτης πρότασης, η μνήμη που χρησιμοποιείται για αυτό τον ενδείκτη δεν αποδεσμεύεται αλλά χρησιμοποιείται για τον επόμενο ενδείκτη πρότασης που θα κατανεμηθεί.
Η τιμή αυτής της επιλογής ορίζει πόσοι ενδείκτες προτάσεων θα αποθηκεύονται στη λανθάνουσα μνήμη. Μπορεί να οριστεί τιμή μικρότερη του 5 προκειμένου να μειωθεί η λανθάνουσα μνήμη που χρησιμοποιείται για τις προτάσεις. Μπορεί να οριστεί τιμή μεγαλύτερη του 5 προκειμένου να βελτιωθεί η απόδοση εφαρμογών που ανοίγουν, κλείνουν και μετά ανοίγουν πάλι μεγάλα σύνολα προτάσεων.
Ο μέγιστος αριθμός ενδεικτών προτάσεων που αποθηκεύονται στη λανθάνουσα μνήμη καθορίζεται από τους διαθέσιμους πόρους του συστήματος.
Η επιλογή αυτή ορίζει την υποκατάσταση της τιμής των 2 Gigabyte (1G για DBCLOB) που επιστρέφεται από την SQLGetTypeInfo() για τη στήλη COLUMN_SIZE για τα είδη δεδομένων SQL_CLOB, SQL_BLOΒ και SQL_DBCLOB. Οι επόμενες προτάσεις CREATE TABLE που περιέχουν στήλες LOB θα χρησιμοποιήσουν την τιμή μεγέθους στήλης που ορίζετε εδώ αντί της προεπιλεγμένης.
Αυτή η επιλογή υποδεικνύει στο DB2 CLI το είδος δεδομένων που αναμένει η
εφαρμογή όταν χρησιμοποιεί μια βάση δεδομένων με στήλες μεγάλων αντικειμένων
(LOB).
Είδος δεδομένων βάσης δεδομένων | Μεγάλα αντικείμενα (0--Προεπιλογή) | Είδη δεδομένων μεγάλου μήκους (1) |
---|---|---|
CLOB | SQL_CLOB | SQL_LONGVARCHAR |
BLOB | SQL_BLOB | SQL_LONGVARBINARY |
DBCLOB | SQL_DBCLOB | SQL_LONGVARGRAPHIC |
Αυτή η επιλογή είναι χρήσιμη όταν εκτελούνται εφαρμογές ODBC που δεν μπορούν να χειριστούν τα είδη δεδομένων μεγάλων αντικειμένων.
Η επιλογή του DB2 CLI/ODBC LOBMAXCOLUMNSIZE μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε συνδυασμό με αυτή την επιλογή για να μειωθεί το προεπιλεγμένο μέγεθος που έχει δηλωθεί για τα δεδομένα.
Αυτή η επιλογή χρησιμοποιείται για να οριστεί ο μέγιστος αριθμός συνδέσεων που επιτρέπονται για κάθε εφαρμογή CLI/ODBC. Είναι χρήσιμη όταν ο διαχειριστής του συστήματος θέλει να περιορίσει το μέγιστο αριθμό συνδέσεων που θα μπορεί να ανοίγει κάθε εφαρμογή. Η τιμή 0 μπορεί να χρησιμοποιηθεί ώστε να μην υπάρχει περιορισμός, δηλαδή κάθε εφαρμογή να μπορεί να ανοίγει όσες συνδέσεις επιτρέπουν οι διαθέσιμοι πόροι του δικτύου.
Στις πλατφόρμες OS/2 και WIN32 (Windows NT και Windows 95), αν χρησιμοποιείται το πρωτόκολλο NetBIOS, αυτή η τιμή αντιστοιχεί στο μέγιστο αριθμό των συνδέσεων (συνεδρίες NetBIOS) που θα μπορούν να πραγματοποιούνται ταυτόχρονα από την εφαρμογή. Το εύρος τιμών για το OS/2 NetBIOS είναι 1 έως 254. Η τιμή 0 (προεπιλογή) θα έχει ως αποτέλεσμα 5 δεσμευμένες συνδέσεις. Οι δεσμευμένες συνεδρίες NetBIOS δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν από άλλες εφαρμογές. Ο αριθμός των συνδέσεων που ορίζεται με αυτή την παράμετρο θα ισχύει για κάθε κάρτα που χρησιμοποιεί το πρωτόκολλο NetBIOS της DB2 προκειμένου να συνδεθεί στον απομακρυσμένο εξυπηρετητή (ο αριθμός κάρτας ορίζεται στον κατάλογο κόμβων για έναν κόμβο NetBIOS).
Ορίζει είτε την τιμή SHARE (Κοινή χρήση) είτε την τιμή EXCLUSIVE (Αποκλειστική χρήση) για τον τρόπο σύνδεσης (πρόταση CONNECT). Αν ο τρόπος σύνδεσης ορίζεται από την εφαρμογή όταν πραγματοποιείται η σύνδεση, η τιμή αυτή αγνοείται. Η προεπιλεγμένη τιμή αυτής της παραμέτρου είναι SHARE (Κοινή χρήση).
Σημείωση: | Η τιμή EXCLUSIVE (Αποκλειστική χρήση) δεν επιτρέπεται για συνδέσεις DRDA. Ανατρέξτε στο εγχειρίδιο SQL Reference για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την πρόταση CONNECT. |
Αυτή η επιλογή χρησιμοποιείται για τον ορισμό του τρόπου αντιστοίχισης των αιτήσεων SQLConnect() σε φυσικές συνδέσεις βάσεων δεδομένων.
Αν η τιμή της επιλογής MULTICONNECT είναι 0, τότε η πολυνηματική επεξεργασία (multithreading) πρέπει να απενεργοποιηθεί μέσω της λέξης-κλειδιού DISABLEMULTITHREAD.
Σημείωση: | Αν η παράμετρος MULTICONNECT είναι ανενεργή (0), τότε όλες οι προτάσεις εκτελούνται κατά την ίδια σύνδεση και επομένως στην ίδια συναλλαγή. Αυτό σημαίνει ότι μια αναίρεση αλλαγών (rollback) θα εφαρμοστεί σε ΟΛΕΣ τις προτάσεις σε όλες τις συνδέσεις. Βεβαιωθείτε ότι η εφαρμογή έχει σχεδιαστεί ώστε να λειτουργεί με ανενεργή την παράμετρο MULTICONNECT πριν την απενεργοποιήσετε, γιατί ενδέχεται να μη λειτουργεί σωστά. |
(Αυτή η επιλογή περιέχεται στην ενότητα Common του αρχείου αρχικών ρυθμίσεων (db2cli.ini) και επομένως αφορά όλες τις συνδέσεις στη DB2.)
Αυτή η επιλογή ορίζει την προσάρτηση της παραμέτρου "OPTIMIZE FOR n ROWS" σε κάθε πρόταση SELECT, όπου n είναι ένας ακέραιος μεγαλύτερος από 0. Αν οριστεί η τιμή 0 (η προεπιλογή), δεν θα γίνεται προσάρτηση αυτής της παραμέτρου.
Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την επίδραση της παραμέτρου OPTIMIZE FOR n ROWS, ανατρέξτε στο εγχειρίδιο Administration Guide.
Αν η επιλογή OPTIMIZESQLCOLUMNS είναι ενεργοποιημένη (έχει την τιμή 1), τότε θα γίνεται βελτιστοποίηση των κλήσεων στην SQLColumns() όταν καθοριστεί ένα ρητό (χωρίς μάσκα χαρακτήρων) όνομα σχήματος, ένα ρητό όνομα πίνακα και η τιμή % (ΟΛΕΣ οι στήλες) για το όνομα στήλης. Το πρόγραμμα οδήγησης DB2 CLI/ODBC βελτιστοποιεί την κλήση έτσι ώστε να μη γίνεται σάρωση των πινάκων του συστήματος. Αν γίνεται βελτιστοποίηση της κλήσης, τότε οι πληροφορίες COLUMN_DEF (που περιλαμβάνουν την προεπιλεγμένη συμβολοσειρά για τις στήλες) δεν επιστρέφονται. Κατά τη σύνδεση σε μια βάση δεδομένων AS/400, οι πληροφορίες που επιστρέφονται από την SQLColumns() για στήλες με είδος δεδομένων NUMERIC θα είναι λανθασμένες. Αν η εφαρμογή δεν χρειάζεται αυτές τις πληροφορίες, τότε μπορεί να ενεργοποίησει τη βελτιστοποίηση ώστε να αυξηθεί η απόδοσή της.
Αν η εφαρμογή χρειάζεται τις πληροφορίες COLUMN_DEF, τότε η τιμή της επιλογής OPTIMIZESQLCOLUMNS πρέπει να είναι 0. Αυτή είναι η προεπιλεγμένη τιμή.
Αυτή η λέξη-κλειδί χρησιμοποιείται για τον καθορισμό μεθόδων επίλυσης γνωστών προβλημάτων που προκύπτουν σε εφαρμογές ODBC. Η τιμή που ορίζεται μπορεί να αφορά καμία, μία ή πολλές μεθόδους επίλυσης προβλημάτων. Οι τιμές επιδιορθώσεων που καθορίζονται σε αυτή τη λέξη-κλειδί χρησιμοποιούνται σε συνδυασμό με οποιεσδήποτε τιμές καθοριστούν στη λέξη-κλειδί PATCH2.
Από το σημειωματάριο Ειδικές ρυθμίσεις CLI/ODBC μπορείτε να επιλέξετε μία ή περισσότερες επιδιορθώσεις προς χρήση. Αν ορίζετε τις τιμές απευθείας στο αρχείο db2cli.ini και θέλετε να χρησιμοποιήσετε περισσότερες από μία τιμές επιδιορθώσεων, απλά προσθέστε όλες τις τιμές για να δημιουργήσετε την τιμή της λέξης-κλειδιού. Για παράδειγμα, αν θέλετε να χρησιμοποιούνται οι επιδιορθώσεις 1, 4 και 8, ορίστε PATCH1=13.
Το σημειωματάριο Ειδικές ρυθμίσεις CLI/ODBC παρέχει μια λίστα τιμών. Επιλέξτε το φάκελο Service που βρίσκεται στο φάκελο DB2 για πληροφορίες σχετικά με την ενημέρωση αυτής της λίστας τιμών. Αυτές οι πληροφορίες περιέχονται επίσης στο αρχείο README (δεν θα υπάρχει σχετική ενότητα στο αρχείο README αν δεν υπάρχουν τρέχουσες τιμές επιδιορθώσεων για τη συγκεκριμένη πλατφόρμα).
Αυτή η λέξη-κλειδί χρησιμοποιείται για τον καθορισμό μεθόδων επίλυσης γνωστών προβλημάτων που προκύπτουν σε εφαρμογές CLI/ODBC. Η τιμή που ορίζεται μπορεί να αφορά καμία, μία ή πολλές μεθόδους επίλυσης προβλημάτων. Οι τιμές επιδιορθώσεων που καθορίζονται σε αυτή τη λέξη-κλειδί χρησιμοποιούνται σε συνδυασμό με οποιεσδήποτε τιμές καθοριστούν στη λέξη-κλειδί PATCH1.
Όταν καθορίσετε περισσότερες από μία επιδιορθώσεις, οι τιμές πρέπει να διαχωρίζονται με κόμματα (και όχι να αθροιστούν, όπως στην περίπτωση της επιλογής PATCH1).
Για να ορίσετε τις επιδιορθώσεις 3, 4 και 8 για την επιλογή PATCH2, καθορίστε:
PATCH2="3, 4, 8"
Οι τιμές για την επιλογή PATCH2 περιέχονται στο αρχείο README (δεν υπάρχει σχετική ενότητα στο αρχείο README αν δεν υπάρχουν τιμές επιδιορθώσεων για τη συγκεκριμένη πλατφόρμα).
Εμφανίζει ένα παράθυρο μηνύματος κάθε φορά που το DB2 CLI αποστέλλει ένα μήνυμα σφάλματος που μπορεί να ανακτηθεί με την SQLGetDiagRec() ή την SQLError(). Η επιλογή αυτή είναι χρήσιμη για εφαρμογές εντοπισμού και διόρθωσης σφαλμάτων (debugging) που δεν εμφανίζουν μηνύματα στους χρήστες.
Το TCP/IP είναι το μόνο υποστηριζόμενο πρωτόκολλο όταν χρησιμοποιείται μια πηγή δεδομένων αρχείου (File DSN). Καθορίστε την τιμή TCPIP (χωρίς κάθετο).
Όταν ορίσετε την επιλογή αυτή, θα πρέπει να οριστούν επίσης οι ακόλουθες επιλογές:
Αυτός ο κωδικός πρόσβασης χρησιμοποιείται αν δεν παρασχεθεί κωδικός πρόσβασης από την εφαρμογή κατά τη σύνδεση.
Αποθηκεύεται ως απλό κείμενο και για αυτό το λόγο δεν παρέχει ασφάλεια.
Μια εφαρμογή μπορεί να χρησιμοποιήσει τη συνάρτηση SQLSetStmtAttr() για να ορίσει το γνώρισμα πρότασης SQL_ATTR_QUERY_TIMEOUT. Πρόκειται για τον αριθμό δευτερολέπτων που το πρόγραμμα οδήγησης CLI θα αναμένει την εκτέλεση μιας πρότασης SQL προτού επιστρέψει μήνυμα σφάλματος στην εφαρμογή.
Η τιμή της λέξης-κλειδιού QUERYTIMEOUTINTERVAL ορίζει το χρονικό διάστημα που θα περιμένει το πρόγραμμα οδήγησης CLI μεταξύ των ελέγχων που κάνει για να διαπιστώσει αν ένα ερώτημα έχει ολοκληρωθεί.
Για παράδειγμα, έστω ότι η τιμή της SQL_ATTR_QUERY_TIMEOUT είναι 25 δευτερόλεπτα (λήξη προθεσμίας μετά από 25 δευτερόλεπτα αναμονή) και η τιμή της QUERYTIMEOUTINTERVAL είναι 10 δευτερόλεπτα (έλεγχος του ερωτήματος κάθε 10 δευτερόλεπτα). Δεν θα λήξει η προθεσμία (timeout) του ερωτήματος προτού περάσουν 30 δευτερόλεπτα (πρώτος έλεγχος ΜΕΤΑ το όριο των 25 δευτερολέπτων).
Μπορεί να υπάρχουν περιπτώσεις όπου έχει οριστεί πολύ χαμηλή τιμή για το SQL_ATTR_QUERY_TIMEOUT, ενώ ΔΕΝ θα πρέπει να γίνεται λήξη προθεσμίας (timeout) για το ερώτημα. Αν δεν είναι δυνατή η τροποποίηση της εφαρμογής (π.χ. όταν πρόκειται για εφαρμογή ODBC κάποιας άλλης εταιρείας), τότε μπορείτε να ορίσετε την τιμή 0 για την επιλογή QUERYTIMEOUTINTERVAL και στη συνέχεια το πρόγραμμα οδήγησης CLI θα αγνοεί την τιμή της ρύθμισης SQL_ATTR_QUERY_TIMEOUT.
(Αυτή η επιλογή περιέχεται στην ενότητα Common του αρχείου αρχικών ρυθμίσεων (db2cli.ini) και επομένως αφορά όλες τις συνδέσεις στη DB2.)
Η λίστα SCHEMALIST χρησιμοποιείται ως περιοριστική προεπιλογή που έχει ως αποτέλεσμα τη βελτίωση της απόδοσης για τις εφαρμογές που εμφανίζουν όλους τους πίνακες στο σύστημα DBMS.
Αν υπάρχει μεγάλος αριθμός πινάκων στη βάση δεδομένων, μπορεί να οριστεί μια λίστα σχημάτων για να περιορίζεται ο χρόνος που χρειάζεται η εφαρμογή προκειμένου να ανακτήσει πληροφορίες από πίνακες και να μειωθεί ο αριθμός των πινάκων που εμφανίζει η εφαρμογή. Στα ονόματα των σχημάτων διαχωρίζονται οι πεζοί από τους κεφαλαίους χαρακτήρες. Επίσης, κάθε όνομα πρέπει να περικλείεται σε μονά εισαγωγικά και τα ονόματα πρέπει να διαχωρίζονται μεταξύ τους με κόμματα. Ολόκληρη η συμβολοσειρά πρέπει να περικλείεται σε διπλά εισαγωγικά. Για παράδειγμα:
SCHEMALIST="'USER1','USER2','USER3'"
Για την DB2 for MVS/ESA, η λίστα αυτή μπορεί να περιλαμβάνει και την τιμή CURRENT SQLID, αλλά χωρίς μονά εισαγωγικά, για παράδειγμα:
SCHEMALIST="'USER1',CURRENT SQLID,'USER3'"
Το μέγιστο μήκος της συμβολοσειράς είναι 256 χαρακτήρες.
Αυτή η επιλογή μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε συνδυασμό με τις επιλογές DBNAME και TABLETYPE για να περιοριστεί ακόμη περισσότερο ο αριθμός των πινάκων για τους οποίους θα επιστρέφονται πληροφορίες.
Χρησιμοποιήστε αυτή την επιλογή σε συνδυασμό με την επιλογή HOSTNAME για να ορίσετε τα απαιτούμενα γνωρίσματα για μια σύνδεση TCP/IP από αυτό το σύστημα πελάτη σε έναν εξυπηρετητή DB2. Οι δύο αυτές τιμές λαμβάνονται υπόψη μόνο όταν η τιμή της επιλογής PROTOCOL είναι TCPIP.
Καθορίστε είτε το όνομα υπηρεσίας είτε τον αριθμό θύρας του συστήματος του εξυπηρετητή.
Χρησιμοποιήστε αυτή την επιλογή σε συνδυασμό με την επιλογή POPUPMESSAGE. Έτσι το DB2 CLI δεν θα εμφανίζει τα σφάλματα που συσχετίζονται με τις καθορισμένες καταστάσεις SQLSTATE.
Κάθε SQLSTATE πρέπει να γράφεται με κεφαλαία γράμματα, να περικλείεται σε μονά εισαγωγικά και να διαχωρίζεται από τις υπόλοιπες με κόμματα. Ολόκληρη η συμβολοσειρά πρέπει να περικλείεται σε διπλά εισαγωγικά. Για παράδειγμα:
SQLSTATEFILTER=" 'HY1090', '01504', '01508' "
Αυτή η λέξη-κλειδί χρησιμοποιείται για τον καθορισμό του ονόματος του αρχείου συλλογής (capture file) και (προαιρετικά) του ονόματος του καταλόγου όπου θα αποθηκεύεται.
Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την εκτέλεση εφαρμογών CLI/ODBC ως στατική SQL, βλ. τη λέξη-κλειδί STATICMODE.
Αυτή η λέξη-κλειδί χρησιμοποιείται για τον καθορισμό του ονόματος του αρχείου ημερολογίου στατικής διαμόρφωσης (static profiling) και (προαιρετικά) του ονόματος του καταλόγου όπου θα αποθηκεύεται.
Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την εκτέλεση εφαρμογών CLI/ODBC ως στατική SQL, βλ. τη λέξη-κλειδί STATICMODE.
Η επιλογή αυτή σας επιτρέπει να ορίσετε τον τρόπο επεξεργασίας των προτάσεων SQL που υποβάλλονται από την εφαρμογή CLI/ODBC για αυτό το DSN:
Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την εκτέλεση εφαρμογών CLI/ODBC ως στατικής SQL, βλ. τις Σημειώσεις έκδοσης (Release Notes) και το εγχειρίδιο CLI Guide and Reference. Πρόσθετες πληροφορίες είναι επίσης διαθέσιμες στην ακόλουθη ιστοσελίδα στο Internet: http://www.ibm.com/software/data/db2/udb/staticcli
Αυτή η λέξη-κλειδί χρησιμοποιείται για τον καθορισμό του πακέτου που θα χρησιμοποιείται όταν ο τρόπος λειτουργίας της εφαρμογής θα είναι Match (Αντιστοίχιση). Θα πρέπει πρώτα να χρησιμοποιήσετε τον τρόπο λειτουργίας Capture (Συλλογή) για να δημιουργηθεί το αρχείο συλλογής.
Θα χρησιμοποιηθούν μόνο οι πρώτοι 7 χαρακτήρες από το καθορισμένο όνομα πακέτου. Θα προστεθεί ένα επίθεμα ενός byte για να δηλωθεί το επίπεδο απομόνωσης, ως εξής:
Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την εκτέλεση εφαρμογών CLI/ODBC ως στατική SQL, βλ. τη λέξη-κλειδί STATICMODE.
Χρησιμοποιήστε αυτή την επιλογή για να ορίσετε πώς θα γίνεται ο συντονισμός των δεσμεύσεων και της αναίρεσης αλλαγών όταν υπάρχουν περισσότερες από μία συνδέσεις σε βάσεις δεδομένων (DUOW). Η επιλογή αυτή λαμβάνεται υπόψη μόνο όταν το προεπιλεγμένο είδος σύνδεσης είναι κατανεμημένη μονάδα εργασίας (CONNECTTYPE = 2).
Δεν χρησιμοποιείται πρόγραμμα διαχείρισης συναλλαγών (transaction manager) για να εκτελείται δέσμευση σε δύο φάσεις, αλλά εκτελείται δέσμευση σε μία φάση των εργασιών που πραγματοποιεί κάθε βάση δεδομένων σε μια συναλλαγή που αφορά περισσότερες από μία βάσεις δεδομένων.
Απαιτείται πρόγραμμα διαχείρισης συναλλαγών για το συντονισμό των δεσμεύσεων σε δύο φάσεις στις βάσεις δεδομένων που υποστηρίζουν αυτή τη δέσμευση.
Με αυτή την επιλογή ορίζεται ένα εναλλακτικό σχήμα προς αναζήτηση αντί του SYSIBM (ή SYSTEM, QSYS2) όταν υποβάλλονται οι κλήσεις συναρτήσεων καταλόγου περιεχομένων του DB2 CLI και ODBC για την ανάκτηση πληροφοριών από τον κατάλογο περιεχομένων συστήματος (system catalog).
Χρησιμοποιώντας αυτό το όνομα σχήματος, ο διαχειριστής του συστήματος
μπορεί να ορίσει ένα σύνολο προβολών που αποτελείται από ένα υποσύνολο των
σειρών από κάθε έναν από τους ακόλουθους πίνακες του καταλόγου περιεχομένων
συστήματος:
DB2 Universal Database | DB2 for MVS/ESA | DB2 for VSE & VM | OS/400 | DB2 Universal Database for AS/400 |
---|---|---|---|---|
SYSTABLES | SYSTABLES | SYSCATALOG | SYSTABLES | SYSTABLES |
SYSCOLUMNS | SYSCOLUMNS | SYSCOLUMNS | SYSCOLUMNS | SYSCOLUMNS |
SYSINDEXES | SYSINDEXES | SYSINDEXES | SYSINDEXES | SYSINDEXES |
SYSTABAUTH | SYSTABAUTH | SYSTABAUTH |
| SYSCST |
SYSRELS | SYSRELS | SYSKEYCOLS |
| SYSKEYCST |
SYSDATATYPES | SYSSYNONYMS | SYSSYNONYMS |
| SYSCSTCOL |
SYSPROCEDURES | SYSKEYS | SYSKEYS |
| SYSKEYS |
SYSPROCPARMS | SYSCOLAUTH | SYSCOLAUTH |
| SYSREFCST |
| SYSFOREIGNKEYS |
|
|
|
| SYSPROCEDURES 1 |
|
|
|
| SYSDATABASE |
|
|
|
Για παράδειγμα, αν το σύνολο προβολών για τους πίνακες του καταλόγου περιεχομένων του συστήματος βρίσκεται στο σχήμα ACME, τότε η προβολή για το SYSIBM.SYSTABLES είναι η ACME.SYSTABLES και ως τιμή της λέξης-κλειδιού SYSSCHEMA πρέπει να οριστεί η ACME.
Ο ορισμός και η χρήση περιορισμένων προβολών για τους πίνακες του καταλόγου περιεχομένων συστήματος (system catalog) μειώνουν τον αριθμό των πινάκων που εμφανίζει η εφαρμογή, με αποτέλεσμα τη μείωση του χρόνου που χρειάζεται η εφαρμογή για την ανάκτηση πληροφοριών από τους πίνακες.
Αν δεν οριστεί καμία τιμή, η προεπιλογή είναι:
Αυτή η λέξη-κλειδί μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε συνδυασμό με τις λέξεις-κλειδιά SCHEMALIST και TABLETYPE (και DBNAME στην DB2 for MVS/ESA) με σκοπό να περιοριστεί ακόμη περισσότερο ο αριθμός των πινάκων για τους οποίους θα επιστρέφονται πληροφορίες.
Αν υπάρχει μεγάλος αριθμός πινάκων στη βάση δεδομένων, μπορεί να οριστεί μια λίστα με είδη πινάκων για να περιοριστεί ο χρόνος που χρειάζεται η εφαρμογή προκειμένου να ανακτήσει πληροφορίες από πίνακες και να μειωθεί ο αριθμός των πινάκων που εμφανίζει η εφαρμογή.
Μπορεί να οριστεί οποιοδήποτε πλήθος τιμών. Στα είδη πινάκων διαχωρίζονται οι πεζοί από τους κεφαλαίους χαρακτήρες. Επίσης, κάθε είδος πίνακα πρέπει να περικλείεται σε μονά εισαγωγικά και να διαχωρίζεται από τα υπόλοιπα με κόμματα. Ολόκληρη η συμβολοσειρά πρέπει να περικλείεται σε διπλά εισαγωγικά. Για παράδειγμα:
TABLETYPE="'TABLE','VIEW'"
Αυτή η επιλογή μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε συνδυασμό με τις επιλογές DBNAME και SCHEMALIST με σκοπό να περιοριστεί ακόμη περισσότερο ο αριθμός των πινάκων για τους οποίους θα επιστρέφονται πληροφορίες.
Η τιμή της επιλογής TABLETYPE χρησιμοποιείται ως προεπιλογή για την συνάρτηση του DB2 CLI που ανακτά τη λίστα των πινάκων, των προβολών, των ψευδωνύμων και των συνωνύμων στη βάση δεδομένων. Αν η εφαρμογή δεν ορίζει ένα συγκεκριμένο είδος πίνακα στην κλήση της συνάρτησης και δεν έχει οριστεί τιμή σε αυτή τη λέξη-κλειδί, επιστρέφονται πληροφορίες για όλα τα είδη πινάκων. Αν η εφαρμογή παρέχει μια τιμή για το είδος πίνακα (tabletype) στην κλήση της συνάρτησης, τότε η τιμή αυτού του ορίσματος θα υποκαταστήσει την τιμή αυτής της λέξης-κλειδιού.
Αν η επιλογή TABLETYPE έχει μια τιμή διαφορετική από TABLE (Πίνακας), τότε δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί η επιλογή DBNAME για τον περιορισμό των πληροφοριών σε μια συγκεκριμένη βάση δεδομένων της DB2 for MVS/ESA.
Όταν εργάζεστε με μεγάλα αντικείμενα (CLOBS, BLOBS, κλπ...), δημιουργείται συνήθως ένα προσωρινό αρχείο στο σύστημα πελάτη στο οποίο αποθηκέυονται οι σχετικές πληροφορίες. Με αυτή την επιλογή μπορείτε να ορίσετε μια θέση για αυτά τα προσωρινά αρχεία. Αν δεν οριστεί άλλη θέση, χρησιμοποιείται ο προσωρινός κατάλογος του συστήματος.
Η λέξη-κλειδί τοποθετείται στην ενότητα του αρχείου db2cli.ini για τη συγκεκριμένη πηγή δεδομένων και έχει την ακόλουθη σύνταξη:
Όταν επιχειρείται πρόσβαση σε ένα μεγάλο αντικείμενο, επιστρέφεται μια SQLSTATE με τιμή HY507 αν η διαδρομή δεν είναι έγκυρη ή αν δεν είναι δυνατή η δημιουργία των προσωρινών αρχείων στον καθορισμένο κατάλογο.
Όταν αυτή η επιλογή είναι ενεργοποιημένη (1), οι εγγραφές ιχνηλασίας του CLI/ODBC προστίθενται στο αρχείο που υποδεικνύει η παράμετρος ρύθμισης TRACEFILENAME ή στα αρχεία στον υποκατάλογο που υποδεικνύει η παράμετρος ρύθμισης TRACEPATHNAME.
Για παράδειγμα, για να ορίσετε ένα αρχείο ιχνηλασίας του CLI/ODBC που εγγράφεται στο δίσκο μετά από κάθε καταχώριση ιχνηλασίας:
[COMMON] TRACE=1 TRACEFILENAME=E:\TRACES\CLI\MONDAY.CLI TRACEFLUSH=1
(Αυτή η επιλογή περιέχεται στην ενότητα Common του αρχείου αρχικών ρυθμίσεων (db2cli.ini) και επομένως αφορά όλες τις συνδέσεις στη DB2.)
Όταν η επιλογή TRACECOMM είναι ενεργοποιημένη (1), θα συμπεριλαμβάνονται πληροφορίες για κάθε αίτηση δικτύου στο αρχείο ιχνηλασίας.
Αυτή η επιλογή χρησιμοποιείται μόνο όταν η επιλογή TRACE είναι ενεργοποιημένη. Βλ. την επιλογή TRACE για ένα παράδειγμα.
(Αυτή η επιλογή περιέχεται στην ενότητα Common του αρχείου αρχικών ρυθμίσεων (db2cli.ini) και επομένως αφορά όλες τις συνδέσεις στη DB2.)
Αν το αρχείο που ορίσατε δεν υπάρχει, τότε θα δημιουργηθεί. Αν υπάρχει ήδη, οι νέες πληροφορίες ιχνηλασίας θα προσαρτώνται στο τέλος του αρχείου.
Αν το όνομα αρχείου δεν είναι έγκυρο ή δεν είναι δυνατή η δημιουργία του αρχείου ή η εγγραφή σε αυτό, δεν θα εκτελείται ιχνηλασία και δεν θα εμφανίζονται μηνύματα σφάλματος.
Αυτή η επιλογή χρησιμοποιείται μόνο όταν η επιλογή TRACE είναι ενεργοποιημένη (1). Αυτό γίνεται αυτόματα όταν ορίσετε αυτή την επιλογή στο βοήθημα ρύθμισης CLI/ODBC.
Βλ. την επιλογή TRACE για παραδείγματα της χρήσης των διαφόρων ρυθμίσεων ιχνηλασίας. Αν ορίσετε αυτή την επιλογή, δεν θα λαμβάνεται υπόψη η επιλογή TRACEPATHNAME.
Η ιχνηλασία του DB2 CLI πρέπει να χρησιμοποιείται μόνο για λόγους εντοπισμού και διόρθωσης σφαλμάτων (debugging). Θα καθυστερεί το πρόγραμμα οδήγησης CLI/ODBC και ο όγκος των πληροφοριών ιχνηλασίας μπορεί να γίνει πολύ μεγάλος αν η λειτουργία αυτή μείνει ενεργοποιημένη για μεγάλα χρονικά διαστήματα.
(Αυτή η επιλογή περιέχεται στην ενότητα Common του αρχείου αρχικών ρυθμίσεων (db2cli.ini) και επομένως αφορά όλες τις συνδέσεις στη DB2.)
Ενεργοποιήστε αυτή την επιλογή (TRACEFLUSH = 1) για να εκτελείται εγγραφή στο δίσκο μετά από κάθε καταχώριση ιχνηλασίας. Έτσι θα καθυστερείται η διαδικασία ιχνηλασίας αλλά θα εξασφαλίσετε ότι κάθε καταχώριση εγγράφεται στο δίσκο πριν η εφαρμογή συνεχίσει στην επόμενη πρόταση.
Αυτή η επιλογή χρησιμοποιείται μόνο όταν η επιλογή TRACE είναι ενεργοποιημένη. Βλ. την επιλογή TRACE για ένα παράδειγμα.
(Αυτή η επιλογή περιέχεται στην ενότητα Common του αρχείου αρχικών ρυθμίσεων (db2cli.ini) και επομένως αφορά όλες τις συνδέσεις στη DB2.)
Κάθε νήμα (thread) ή διαδικασία (process) που χρησιμοποιεί το ίδιο αρχείο DLL ή κοινόχρηστη βιβλιοθήκη θα έχει ένα αντίστοιχο αρχείο ιχνηλασίας του DB2 CLI/ODBC στον καθορισμένο κατάλογο.
Αν ο υποκατάλογος δεν είναι έγκυρος ή δεν είναι δυνατή η εγγραφή σε αυτόν, δεν θα εκτελείται ιχνηλασία και δεν θα εμφανίζονται μηνύματα σφάλματος.
Αυτή η επιλογή χρησιμοποιείται μόνο όταν η επιλογή TRACE είναι ενεργοποιημένη (1). Αυτό γίνεται αυτόματα όταν ορίσετε αυτή την επιλογή στο βοήθημα ρύθμισης CLI/ODBC.
Βλ. την επιλογή TRACE για παραδείγματα της χρήσης των διαφόρων ρυθμίσεων ιχνηλασίας. Η επιλογή TRACEPATHNAME δεν θα λαμβάνεται υπόψη αν χρησιμοποιείται η επιλογή TRACEFILENAME του DB2 CLI/ODBC.
Η ιχνηλασία του DB2 CLI πρέπει να χρησιμοποιείται μόνο για λόγους εντοπισμού και διόρθωσης σφαλμάτων (debugging). Θα καθυστερεί το πρόγραμμα οδήγησης CLI/ODBC και ο όγκος των πληροφοριών ιχνηλασίας μπορεί να γίνει πολύ μεγάλος αν η λειτουργία αυτή μείνει ενεργοποιημένη για μεγάλα χρονικά διαστήματα.
(Αυτή η επιλογή περιέχεται στην ενότητα Common του αρχείου αρχικών ρυθμίσεων (db2cli.ini) και επομένως αφορά όλες τις συνδέσεις στη DB2.)
Ορίζει το επίπεδο απομόνωσης σε:
Οι λέξεις εντός παρενθέσεων είναι ορολογία της ΙBM για τα αντίστοιχα επίπεδα απομόνωσης της SQL92. Έχετε υπόψη σας ότι η επιλογή Χωρίς δέσμευση (No Commit) δεν είναι επίπεδο απομόνωσης της SQL92 και υποστηρίζεται μόνο στη DB2 for OS/400. Ανατρέξτε στο εγχειρίδιο SQL Reference για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τα επίπεδα απομόνωσης.
Η λέξη-κλειδί αυτή λαμβάνεται υπόψη μόνο όταν χρησιμοποιείται το προεπιλεγμένο επίπεδο απομόνωσης. Αν η εφαρμογή έχει καθορίσει συγκεκριμένο επίπεδο απομόνωσης, η λέξη-κλειδί αυτή δεν λαμβάνεται υπόψη.
Αυτή η ταυτότητα χρήστη χρησιμοποιείται αν δεν παρασχεθεί ταυτότητα χρήστη από την εφαρμογή κατά τη σύνδεση.
Αυτή η επιλογή σας επιτρέπει να ορίσετε αν η υπογραμμή "_" θα χρησιμοποιείται ως μάσκα χαρακτήρων (που υποκαθιστά οποιονδήποτε χαρακτήρα, ακόμη και το κενό) ή ως υπογραμμή. Αυτή η επιλογή αφορά μόνο κλήσεις συναρτήσεων καταλόγου περιεχομένων που υποστηρίζουν συμβολοσειρές αναζήτησης με μάσκες χαρακτήρων.
Η υπογραμμή αντιμετωπίζεται ως μάσκα οποιουδήποτε χαρακτήρα (συμπεριλαμβανομένης και της απουσίας χαρακτήρα). Για παράδειγμα, αν δύο πίνακες ορίζονται ως εξής:
CREATE TABLE "OWNER"."KEY_WORDS" (COL1 INT) CREATE TABLE "OWNER"."KEYWORDS" (COL1 INT)
Η κλήση συνάρτησης καταλόγου περιεχομένων του DB2 CLI που επιστρέφει πληροφορίες πινάκων (SQLTables()), θα επιστρέψει και τις δύο αυτές καταχωρίσεις αν έχει οριστεί η τιμή "KEY_WORDS" στο όρισμα της συμβολοσειράς αναζήτησης πινάκων.
Ο χαρακτήρας "_" χρησιμοποιείται ως υπογραμμή. Αν δύο πίνακες ορίζονται όπως στο παραπάνω παράδειγμα, η SQLTables() θα επιστρέψει μόνο την καταχώριση "KEY_WORDS", αν έχει οριστεί η τιμή "KEY_WORDS" στο όρισμα της συμβολοσειράς αναζήτησης πινάκων.
Ο ορισμός της τιμής 0 σε αυτή τη λέξη-κλειδί μπορεί να βελτιώσει την απόδοση του συστήματος στις περιπτώσεις όπου τα ονόματα αντικειμένων (κάτοχοι, πίνακες, στήλες) στη βάση δεδομένων περιέχουν υπογραμμές.
Σημείωση: | Αυτή η λέξη-κλειδί λαμβάνεται υπόψη μόνο σε εκδόσεις DB2 Common Server προγενέστερες της Έκδοσης 2.1. Η παράμετρος ESCAPE για το κατηγόρημα LIKE μπορεί να χρησιμοποιηθεί για μεταγενέστερες εκδόσεις και όλους τους άλλους εξυπηρετητές DB2. Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την παράμετρο ESCAPE, ανατρέξτε στο εγχειρίδιο SQL Reference. |
Στην επιλογή αυτή μπορείτε να ορίσετε ποια μηνύματα SQLSTATE θα υποβαθμίζονται από σφάλματα σε προειδοποιήσεις. Οι κωδικοί SQLSTATE που ορίζονται σε αυτή την επιλογή πρέπει να γράφονται με κεφαλαία γράμματα, να περικλείονται σε μονά εισαγωγικά και να διαχωρίζονται μεταξύ τους με κόμματα. Ολόκληρη η συμβολοσειρά πρέπει να περικλείεται σε διπλά εισαγωγικά. Για παράδειγμα:
WARNINGLIST=" '01S02', 'HY090' "
Αυτή η επιλογή μπορεί να συνδυαστεί με την επιλογή IGNOREWARNINGS. Αν ενεργοποιήσετε επίσης την IGNOREWARNINGS, τότε όλα τα σφάλματα που θα θα υποβαθμίζονται σε προειδοποιήσεις δεν θα εμφανίζονται καθόλου.