Συμπληρωματικός οδηγός για την εγκατάσταση και ρύθμιση

Ρύθμιση TCP/IP στο σύστημα πελάτη

Σε αυτή την ενότητα θεωρείται δεδομένο ότι το πρωτόκολλο TCP/IP λειτουργεί στους σταθμούς εργασίας πελάτη και εξυπηρετητή. Βλ. Προϋποθέσεις λογισμικού, για τις προϋποθέσεις πρωτοκόλλων επικοινωνίας στην πλατφόρμα που χρησιμοποιείτε. Βλ. Πιθανά σενάρια σύνδεσης πελάτη-εξυπηρετητή, για πληροφορίες σχετικά με τα πρωτόκολλα επικοινωνίας που υποστηρίζονται για τα συγκεκριμένα προϊόντα πελάτη και εξυπηρετητή που χρησιμοποιείτε.

Για να ρυθμίσετε τις επικοινωνίες TCP/IP σε ένα προϊόν πελάτη DB2, εκτελέστε τα ακόλουθα βήματα:

Βήμα  1.

Προσδιορισμός και καταγραφή τιμών παραμέτρων.

Βήμα  2.

Ρύθμιση του προϊόντος πελάτη:

  1. Εντοπισμός της διεύθυνσης συστήματος (host address) του εξυπηρετητή.
  2. Ενημέρωση του αρχείου υπηρεσιών (services).
  3. Καταχώρηση ενός κόμβου TCP/IP στον κατάλογο κόμβων (node directory).
  4. Καταχώρηση της βάσης δεδομένων στον κατάλογο περιεχομένων (catalog).

Βήμα  3.

Δοκιμή της σύνδεσης μεταξύ πελάτη και εξυπηρετητή.



Υπόδειξη

Λόγω των χαρακτηριστικών του πρωτοκόλλου TCP/IP, ενδέχεται να μην ειδοποιηθεί αμέσως το TCP/IP σε περίπτωση προβλήματος ενός συνεργάτη σε έναν άλλο υπολογιστή. Ως αποτέλεσμα, μπορεί να διακοπεί ξαφνικά (hang) η λειτουργία των εφαρμογών πελάτη που έχουν πρόσβαση σε έναν απομακρυσμένο εξυπηρετητή DB2 μέσω TCP/IP, ή του αντίστοιχου παράγοντα στον εξυπηρετητή. Η DB2 χρησιμοποιεί την επιλογή υποδοχής TCP/IP SO_KEEPALIVE ώστε να εντοπίζει τυχόν προβλήματα που προκαλούν διακοπή της σύνδεσης TCP/IP.

Αν αντιμετωπίζετε προβλήματα με τη σύνδεση TCP/IP, ανατρέξτε στο εγχειρίδιο Troubleshooting Guide, για πληροφορίες σχετικά με την προσαρμογή αυτής της παραμέτρου και με άλλα συνήθη προβλήματα του TCP/IP.

Βήμα 1. Προσδιορισμός και καταγραφή τιμών παραμέτρων

Καθώς εκτελείτε τις ρυθμίσεις, συμπληρώνετε τις αντίστοιχες τιμές στη στήλη Τιμή στον ακόλουθο πίνακα. Μπορείτε να συμπληρώσετε ορισμένες τιμές πριν αρχίσετε τη ρύθμιση αυτού του πρωτοκόλλου.

Πίνακας 9. Απαιτούμενες τιμές TCP/IP στο σύστημα πελάτη
Παράμετρος Περιγραφή Παράδειγμα τιμής Τιμή

Όνομα υπολογιστή

  • Όνομα υπολογιστή (hostname) ή
  • Διεύθυνση Internet (ip_address)

Χρησιμοποιήστε το όνομα υπολογιστή (hostname) ή τη διεύθυνση Internet (ip_address) του απομακρυσμένου σταθμού εργασίας του εξυπηρετητή.

Για να εντοπίσετε την τιμή αυτής της παραμέτρου:

  • Υποβάλετε την εντολή hostname στον εξυπηρετητή για να ανακτήσετε την τιμή της παραμέτρου hostname.
  • Ζητήστε από το διαχειριστή του δικτύου την τιμή της παραμέτρου ip_address ή υποβάλετε την εντολή ping hostname.
  • Σε συστήματα UNIX, μπορείτε επίσης να χρησιμοποιήσετε την εντολή DB2/bin/hostlookup hostname,

    όπου DB2 είναι ο κατάλογος εγκατάστασης της DB2.


 serverhost

ή

9.21.15.235

 

Όνομα υπηρεσίας

  • Όνομα υπηρεσίας σύνδεσης (svcename) ή
  • Αριθμός θύρας/Πρωτόκολλο (port_number/tcp)

Τιμές που απαιτούνται στο αρχείο services.

Το όνομα υπηρεσίας σύνδεσης είναι ένα οποιοδήποτε τοπικό όνομα που αντιπροσωπεύει τον αριθμό της θύρας σύνδεσης (port_number) στον εξυπηρετητή.

Ο αριθμός θύρας πρέπει να είναι ίδιος με τον αριθμό θύρας που αντιστοιχεί στην παράμετρο svcename στο αρχείο services του εξυπηρετητή. (Η παράμετρος svcename βρίσκεται στο αρχείο ρυθμίσεων του συστήματος διαχείρισης βάσεων δεδομένων (DBMS) στον εξυπηρετητή.) Αυτή η τιμή δεν πρέπει να χρησιμοποιείται από καμία άλλη εφαρμογή και πρέπει να είναι μοναδική στο αρχείο services.

Επικοινωνήστε με το διαχειριστή της βάσης δεδομένων σας για τις τιμές που χρησιμοποιούνται για τη ρύθμιση του εξυπηρετητή.

 

server1

 

 

 

 

 

3700/tcp

 

 
Όνομα κόμβου (node_name)

Ένα τοπικό ψευδώνυμο, ή προσωνύμιο, το οποίο περιγράφει τον κόμβο με τον οποίο επιχειρείτε να συνδεθείτε. Μπορείτε να επιλέξετε όποιο όνομα θέλετε, αλλά όλα τα ονόματα κόμβων στον τοπικό κατάλογο κόμβων πρέπει να είναι μοναδικά.

db2node  

Βήμα 2. Ρύθμιση του προϊόντος πελάτη

Με τα ακόλουθα βήματα ρυθμίζετε το προϊόν πελάτη για επικοινωνία με τον εξυπηρετητή. Αντικαταστήστε τα παραδείγματα τιμών με τις τιμές που έχετε σημειώσει στο φύλλο εργασίας.

A. Εντοπισμός της διεύθυνσης συστήματος του εξυπηρετητή



Συντομευμένος τρόπος

Αν το δίκτυό σας έχει εξυπηρετητή ονομάτων (name server) ή σκοπεύετε να ορίσετε απευθείας τη διεύθυνση Internet (ip_address) του εξυπηρετητή, παρακάμψτε αυτό το βήμα και συνεχίστε με το B. Ενημέρωση του αρχείου services.

Ο πελάτης DB2 πρέπει να γνωρίζει τη διεύθυνση IP του εξυπηρετητή με τον οποίο επιχειρεί να πραγματοποιήσει επικοινωνία. Αν δεν υπάρχει ένας εξυπηρετητής ονομάτων (name server) στο δίκτυό σας, μπορείτε να ορίσετε απευθείας ένα όνομα υπολογιστή (hostname) που αντιστοιχεί στη διεύθυνση Internet (ip_address) του εξυπηρετητή στο τοπικό αρχείο υπολογιστών (hosts). Στον Πίνακα 10 περιέχονται πληροφορίες για τη θέση του αρχείου hosts στη συγκεκριμένη πλατφόρμα που διαθέτετε.

Αν σκοπεύετε να χρησιμοποιείτε ένα προϊόν πελάτη UNIX που χρησιμοποιεί υπηρεσίες NIS (Network Information Services) και δεν χρησιμοποιείτε εξυπηρετητή ονομάτων στο δίκτυο, πρέπει να ενημερώσετε το αρχείο hosts που βρίσκεται στον κύριο εξυπηρετητή NIS.

Πίνακας 10. Θέση των τοπικών αρχείων υπολογιστών (hosts) και υπηρεσιών (services)
Πλατφόρμα Θέση
OS/2 Ορίζεται από τη μεταβλητή περιβάλλοντος etc. Υποβάλετε την εντολή set etc για να προσδιορίσετε τη θέση των τοπικών αρχείων hosts ή services.
Windows NT ή Windows 2000 Βρίσκεται στον κατάλογο winnt\system32\drivers\etc.
Windows 9x Βρίσκεται στον κατάλογο windows.
UNIX Βρίσκεται στον κατάλογο /etc.

Τροποποιήστε το αρχείο hosts στο σύστημα πελάτη και προσθέστε μια καταχώρηση που αντιστοιχεί στο όνομα υπολογιστή του εξυπηρετητή. Για παράδειγμα:

   9.21.15.235     serverhost   # host address for serverhost

όπου:

9.21.15.235
είναι η διεύθυνση Internet (ip_address)

serverhost
είναι το όνομα υπολογιστή (hostname)

#
είναι ένα σχόλιο που περιγράφει την καταχώρηση.

Αν ο εξυπηρετητής δεν βρίσκεται στον ίδιο τομέα με το σύστημα πελάτη, πρέπει να ορίσετε ένα πλήρες όνομα τομέα, όπως serverhost.vnet.ibm.com, όπου vnet.ibm.com είναι το όνομα τομέα.

B. Ενημέρωση του αρχείου services



Συντομευμένος τρόπος

Αν σκοπεύετε να καταχωρήσετε έναν κόμβο TCP/IP χρησιμοποιώντας έναν αριθμό θύρας (port_number), παρακάμψτε αυτό το βήμα και μεταβείτε στο Γ. Καταχώρηση ενός κόμβου TCP/IP στον κατάλογο κόμβων.

Χρησιμοποιώντας έναν κειμενογράφο του τοπικού σας συστήματος, προσθέστε το όνομα της υπηρεσίας σύνδεσης και τον αριθμό θύρας στο αρχείο services του συστήματος πελάτη για υποστήριξη TCP/IP. Για παράδειγμα:

   server1  3700/tcp  # DB2 connection service port

όπου:

server1
είναι το όνομα της υπηρεσίας σύνδεσης (connection service)

3700
είναι ο αριθμός της θύρας σύνδεσης. Ο αριθμός θύρας του συστήματος πελάτη πρέπει να συμφωνεί με τον αριθμό θύρας στον εξυπηρετητή.

tcp
είναι το πρωτόκολλο επικοινωνίας που χρησιμοποιείτε

#
είναι ένα σχόλιο που περιγράφει την καταχώρηση.

Αν σκοπεύετε να χρησιμοποιείτε ένα προϊόν πελάτη UNIX που χρησιμοποιεί υπηρεσίες NIS (Network Information Services), πρέπει να ενημερώσετε το αρχείο υπηρεσιών services που βρίσκεται στον κύριο εξυπηρετητή NIS.

Το αρχείο services βρίσκεται στον ίδιο κατάλογο με το τοπικό αρχείο hosts που ενδεχομένως τροποποιήσατε στο A. Εντοπισμός της διεύθυνσης συστήματος του εξυπηρετητή.

Βλ. τον Πίνακα 10 για τη θέση του αρχείου services στη συγκεκριμένη πλατφόρμα που διαθέτετε.

Γ. Καταχώρηση ενός κόμβου TCP/IP στον κατάλογο κόμβων

Θα πρέπει να προσθέσετε μια καταχώρηση στον κατάλογο κόμβων του συστήματος πελάτη για να περιγράψετε τον απομακρυσμένο κόμβο. Στην καταχώρηση αυτή καθορίζεται το επιλεγμένο ψευδώνυμο (node_name), το όνομα υπολογιστή (hostname) ή η διεύθυνση Internet (ip_address) και το όνομα υπηρεσίας σύνδεσης (svcename) ή ο αριθμός θύρας (port_number) που θα χρησιμοποιήσει το σύστημα πελάτη για πρόσβαση στον απομακρυσμένο εξυπηρετητή.

Για να καταχωρήσετε έναν κόμβο TCP/IP στον κατάλογο κόμβων, ακολουθήστε την εξής διαδικασία:

Βήμα  1.

Συνδεθείτε με το σύστημα χρησιμοποιώντας μια έγκυρη ταυτότητα χρήστη της DB2. Για περισσότερες πληροφορίες, βλ. Παράρτημα ΣΤ, Κανόνες ονοματοθεσίας.

Υπόδειξη

Αν προσθέτετε μια βάση δεδομένων σε ένα σύστημα στο οποίο είναι εγκατεστημένο ένα προϊόν εξυπηρετητή DB2 ή DB2 Connect, συνδεθείτε σε αυτό το σύστημα ως χρήστης με εξουσιοδότηση διαχείρισης συστήματος (SYSADM) ή ελέγχου συστήματος (SYSCTRL) για τη συγκεκριμένη χρήση (instance). Για περισσότερες πληροφορίες, βλ. Εργασίες με την ομάδα με εξουσιοδότηση διαχείρισης συστήματος.

Αυτός ο περιορισμός ελέγχεται από την παράμετρο ρύθμισης του συστήματος διαχείρισης βάσεων δεδομένων (DBMS) catalog_noauth. Για περισσότερες πληροφορίες, ανατρέξτε στο εγχειρίδιο Administration Guide.

Βήμα  2.

Αν χρησιμοποιείτε ένα προϊόν πελάτη UNIX, εκτελέστε το σενάριο εντολών εκκίνησης ως εξής:

   . INSTHOME/sqllib/db2profile    (για κέλυφος Bash, Bourne ή Korn)
   source INSTHOME/sqllib/db2cshrc (για κέλυφος C)

όπου INSTHOME είναι ο αρχικός κατάλογος (home directory) της χρήσης (instance).

Βήμα  3.

Καταχωρήστε τον κόμβο στον κατάλογο κόμβων υποβάλλοντας τις ακόλουθες εντολές:

   db2 "catalog tcpip node node_name remote [hostname|ip_address]
     server [svcename|port_number]"
   db2 terminate

Για παράδειγμα, για να καταχωρήσετε τον απομακρυσμένο εξυπηρετητή serverhost στον κόμβο db2node, χρησιμοποιώντας το όνομα υπηρεσίας server1, υποβάλετε την εντολή:

   db2 catalog tcpip node db2node remote serverhost server server1
   db2 terminate

Για να καταχωρήσετε έναν απομακρυσμένο εξυπηρετητή με διεύθυνση Internet 9.21.15.235 στον κόμβο db2node, χρησιμοποιώντας τον αριθμό θύρας 3700, υποβάλετε τις εντολές:

   db2 catalog tcpip node db2node remote 9.21.15.235 server 3700
   db2 terminate



Υπόδειξη

Αν πρέπει να αλλάξετε τις τιμές που έχουν καθοριστεί με την εντολή catalog node, εκτελέστε τα ακόλουθα βήματα:

Βήμα  1.

Υποβάλετε την εντολή uncatalog node από τον Επεξεργαστή γραμμής εντολών ως εξής:

   db2 uncatalog node node_name

Βήμα  2.

Καταχωρήστε ξανά τον κόμβο στον κατάλογο χρησιμοποιώντας τις τιμές που θέλετε.

Δ. Καταχώρηση της βάσης δεδομένων στον κατάλογο περιεχομένων

Για να έχει μια εφαρμογή πελάτη πρόσβαση σε μια απομακρυσμένη βάση δεδομένων, θα πρέπει προηγουμένως να έχει καταχωρηθεί η βάση δεδομένων στον κατάλογο περιεχομένων (catalog) στον κόμβο του εξυπηρετητή και σε κάθε κόμβο πελάτη ο οποίος θα συνδεέται με τη βάση δεδομένων. Ως προεπιλογή, όταν δημιουργείτε μια βάση δεδομένων, καταχωρείται αυτόματα στον κατάλογο περιεχομένων του εξυπηρετητή με ένα ψευδώνυμο (database_alias) που είναι ίδιο με το όνομα της βάσης δεδομένων (database_name). Οι πληροφορίες του καταλόγου βάσεων δεδομένων (database directory), μαζί με τις πληροφορίες του καταλόγου κόμβων (node directory), χρησιμοποιούνται στο σύστημα πελάτη για την πραγματοποίηση της σύνδεσης με την απομακρυσμένη βάση δεδομένων.

Για να καταχωρήσετε μια βάση δεδομένων στο σύστημα πελάτη, εκτελέστε τα ακόλουθα βήματα:

Βήμα  1.

Συνδεθείτε με το σύστημα χρησιμοποιώντας μια έγκυρη ταυτότητα χρήστη της DB2. Για περισσότερες πληροφορίες, βλ. Παράρτημα ΣΤ, Κανόνες ονοματοθεσίας.

Υπόδειξη

Αν προσθέτετε μια βάση δεδομένων σε ένα σύστημα στο οποίο είναι εγκατεστημένο ένα προϊόν εξυπηρετητή DB2 ή DB2 Connect, συνδεθείτε σε αυτό το σύστημα ως χρήστης με εξουσιοδότηση διαχείρισης συστήματος (SYSADM) ή ελέγχου συστήματος (SYSCTRL) για τη συγκεκριμένη χρήση (instance). Για περισσότερες πληροφορίες, βλ. Εργασίες με την ομάδα με εξουσιοδότηση διαχείρισης συστήματος.

Αυτός ο περιορισμός ελέγχεται από την παράμετρο ρύθμισης του συστήματος διαχείρισης βάσεων δεδομένων (DBMS) catalog_noauth. Για περισσότερες πληροφορίες, ανατρέξτε στο εγχειρίδιο Administration Guide.

Βήμα  2.

Συμπληρώστε τη στήλη Τιμή στο ακόλουθο φύλλο εργασίας.

Πίνακας 11. Φύλλο εργασίας: Τιμές παραμέτρων για καταχώρηση βάσεων δεδομένων στον κατάλογο περιεχομένων (catalog)
Παράμετρος Περιγραφή Παράδειγμα τιμής Τιμή
Όνομα βάσης δεδομένων (database_name) Το ψευδώνυμο βάσης δεδομένων (database_alias) της απομακρυσμένης βάσης δεδομένων. Όταν δημιουργείτε μια βάση δεδομένων, καταχωρείται αυτόματα στον κατάλογο περιεχομένων (catalog) του εξυπηρετητή με ένα ψευδώνυμο (database_alias) που είναι ίδιο με το όνομα της βάσης δεδομένων (database_name), εκτός αν ορίζεται διαφορετικά. sample  
Ψευδώνυμο βάσης δεδομένων (database_alias) Ένα οποιοδήποτε τοπικό προσωνύμιο για την απομακρυσμένη βάση δεδομένων, στο σύστημα πελάτη. Αν δεν το ορίσετε, θα χρησιμοποιηθεί ως προεπιλογή το όνομα της βάσης δεδομένων (database_name). Το ψευδώνυμο βάσης δεδομένων είναι το όνομα που χρησιμοποιείτε όταν συνδέεστε σε μια βάση δεδομένων από ένα σταθμό εργασίας πελάτη. tor1  
Eξακρίβωση στοιχείων (auth_value) Η τιμή του είδους εξακρίβωσης στοιχείων (authentication) που απαιτείται από την επιχείρησή σας. Ανατρέξτε στο εγχειρίδιο DB2 Connect User's Guide για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με αυτή την παράμετρο. DCS

Αυτό σημαίνει ότι η ταυτότητα χρήστη και ο κωδικός πρόσβασης που παρέχονται επαληθεύονται μόνο στο κεντρικό σύστημα (host) ή σύστημα AS/400.

 
Όνομα κόμβου (node_name) Η καταχώρηση του καταλόγου κόμβων που περιγράφει τη θέση στην οποία βρίσκεται η βάση δεδομένων. Χρησιμοποιήστε για το όνομα κόμβου (node_name) την τιμή που χρησιμοποιήσατε στο προηγούμενο βήμα για να καταχωρήσετε τον κόμβο στον κατάλογο κόμβων. db2node  

Βήμα  3.

Αν χρησιμοποιείτε ένα προϊόν πελάτη UNIX, εκτελέστε το σενάριο εντολών εκκίνησης ως εξής:

   . INSTHOME/sqllib/db2profile    (για κέλυφος Bash, Bourne ή Korn)
   source INSTHOME/sqllib/db2cshrc (για κέλυφος C)

όπου INSTHOME είναι ο αρχικός κατάλογος (home directory) της χρήσης.

Βήμα  4.

Καταχωρήστε τη βάση δεδομένων στον κατάλογο περιεχομένων υποβάλλοντας τις ακόλουθες εντολές:

   db2 catalog database database_name as database_alias
       at node node_name
   db2 terminate

Για παράδειγμα, για να καταχωρήσετε στον κατάλογο περιεχομένων μια απομακρυσμένη βάση δεδομένων που ονομάζεται sample με το ψευδώνυμο tor1 στον κόμβο db2node, καταχωρήστε τις ακόλουθες εντολές:

   db2 catalog database sample as tor1 at node db2node
   db2 terminate



Υπόδειξη

Αν πρέπει να αλλάξετε τις τιμές που έχουν καθοριστεί με την εντολή catalog database, εκτελέστε τα ακόλουθα βήματα:

Βήμα  a.

Εκτελέστε την εντολή uncatalog database ως εξής:

   db2 uncatalog database database_alias

Βήμα  b.

Καταχωρήστε ξανά τη βάση δεδομένων στον κατάλογο περιεχομένων χρησιμοποιώντας τις τιμές που θέλετε.

Βήμα 3. Δοκιμή της σύνδεσης μεταξύ πελάτη και εξυπηρετητή

Αφού ρυθμίσετε τις παραμέτρους επικοινωνίας για το σύστημα πελάτη, θα πρέπει να συνδεθείτε σε μια απομακρυσμένη βάση δεδομένων για να δοκιμάσετε τη σύνδεση.

Βήμα  1.

Εκκινήστε το σύστημα διαχείρισης βάσεων δεδομένων (DBMS) υποβάλλοντας την εντολή db2start στον εξυπηρετητή (αν δεν έγινε αυτόματη έναρξη κατά την εκκίνηση του συστήματος).

Βήμα  2.

Αν χρησιμοποιείτε ένα προϊόν πελάτη UNIX, εκτελέστε το σενάριο εντολών εκκίνησης ως εξής:

   . INSTHOME/sqllib/db2profile    (για κέλυφος Bash, Bourne ή Korn)
   source INSTHOME/sqllib/db2cshrc (για κέλυφος C)

όπου INSTHOME είναι ο αρχικός κατάλογος (home directory) της χρήσης (instance).

Βήμα  3.

Υποβάλετε την ακόλουθη εντολή στο σύστημα πελάτη για να συνδεθεί το σύστημα πελάτη με την απομακρυσμένη βάση δεδομένων:

   db2 connect to database_alias user userid using password

Οι τιμές για τις παραμέτρους ταυτότητας χρήστη (userid) και κωδικού πρόσβασης (password) πρέπει να είναι έγκυρες για το σύστημα στο οποίο γίνεται η εξακρίβωσή τους. Ως προεπιλογή, η εξακρίβωση γίνεται στον εξυπηρετητή αν πρόκειται για εξυπηρετητή DB2, και στο κεντρικό σύστημα (host) ή AS/400 αν πρόκειται για εξυπηρετητή DB2 Connect.

Αν η σύνδεση είναι επιτυχής, θα λάβετε ένα μήνυμα που δηλώνει το όνομα της βάσης δεδομένων στην οποία έχετε συνδεθεί. Μπορείτε πλέον να ανακτήσετε δεδομένα από τη συγκεκριμένη βάση δεδομένων. Για παράδειγμα, για να ανακτήσετε μια λίστα με όλα τα ονόματα πινάκων που υπάρχουν στον πίνακα καταλόγου περιεχομένων του συστήματος (system catalog table), υποβάλετε την ακόλουθη εντολή SQL στο Κέντρο εντολών ή στον Επεξεργαστή γραμμής εντολών:

     "select tabname from syscat.tables"

Όταν ολοκληρώσετε τις εργασίες σας στη βάση δεδομένων με την οποία έχετε συνδεθεί, υποβάλετε την εντολή command reset για να τερματίσετε τη σύνδεση με τη βάση δεδομένων.

Επίλυση προβλημάτων στη σύνδεση πελάτη-εξυπηρετητή

Αν η σύνδεση αποτύχει, ελέγξτε αν:

Στον εξυπηρετητή:

  1. Η τιμή μητρώου db2comm περιλαμβάνει την τιμή tcpip.

    Υπόδειξη

    Ελέγξτε τις ρυθμίσεις για την τιμή μητρώου db2comm υποβάλλοντας την εντολή db2set DB2COMM. Για περισσότερες πληροφορίες, ανατρέξτε στο εγχειρίδιο Administration Guide.

  2. Το αρχείο υπηρεσιών (services) ενημερώθηκε σωστά.
  3. Η παράμετρος του ονόματος υπηρεσίας (svcename) ενημερώθηκε σωστά στο αρχείο ρυθμίσεων του συστήματος διαχείρισης βάσεων δεδομένων (DBMS).
  4. Έγινε έναρξη της υπηρεσίας ασφάλειας. Υποβάλετε την εντολή net start db2ntsecserver (μόνο για εξυπηρετητές Windows NT και Windows 2000).
  5. Έγινε σωστά η δημιουργία της βάσης δεδομένων και η καταχώρησή της στον κατάλογο περιεχομένων (catalog).
  6. Έγινε τερματισμός και έναρξη του συστήματος διαχείρισης βάσεων δεδομένων (DBMS) (υποβάλατε τις εντολές db2stop και db2start στον εξυπηρετητή).


Υπόδειξη

Αν υπάρχουν προβλήματα κατά την έναρξη των προγραμμάτων διαχείρισης συνδέσεων ενός πρωτοκόλλου, εμφανίζεται ένα μήνυμα προειδοποίησης και τα μηνύματα σφαλμάτων καταγράφονται στο αρχείο db2diag.log που βρίσκεται στον κατάλογο INSTHOME/sqllib/db2dump για πλατφόρμες UNIX ή στον κατάλογο x:\sqllib\db2dump για πλατφόρμες εκτός από UNIX.

Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με το αρχείο db2diag.log, εξετάστε το εγχειρίδιο Troubleshooting Guide.

Στο σύστημα πελάτη:

  1. Ενημερώθηκαν σωστά τα αρχεία υπηρεσιών services και υπολογιστών hosts, αν χρησιμοποιούνται.
  2. Ο κόμβος καταχωρήθηκε στον κατάλογο κόμβων με το σωστό όνομα υπολογιστή (hostname) ή διεύθυνση Internet (ip_address).
  3. Ο αριθμός θύρας συμφωνεί, ή το όνομα υπηρεσίας αντιστοιχεί, στον αριθμό θύρας που χρησιμοποιείται στον εξυπηρετητή.
  4. Το όνομα κόμβου (node_name) που ορίστηκε στον κατάλογο βάσεων δεδομένων παραπέμπει στη σωστή καταχώρηση στον κατάλογο κόμβων.
  5. Η βάση δεδομένων καταχωρήθηκε σωστά στον κατάλογο περιεχομένων (catalog), με χρήση του ψευδώνυμου βάσης δεδομένων στον εξυπηρετητή (το database_alias που προστέθηκε στον κατάλογο περιεχομένων όταν δημιουργήθηκε η βάση δεδομένων στον εξυπηρετητή), ως ονόματος της βάσης δεδομένων (database_name) στο σύστημα πελάτη.

Αν εξακολουθεί να αποτυγχάνει η σύνδεση αφού έχετε βεβαιωθεί για τα παραπάνω, εξετάστε το εγχειρίδιο Troubleshooting Guide.


[ Αρχή σελίδας | Προηγούμενη σελίδα | Επόμενη σελίδα | Πίνακας περιεχομένων | Ευρετήριο ]